ἐνεός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεός''': -ά, -όν, (γράφεται καὶ διὰ δύο ν, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς), [[ἄλαλος]], «ὃς [[οὔτε]] ἀκούει [[οὔτε]] λαλεῖ» (Ἡσύχ.), παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνδυάζεται [[μετὰ]] τοῦ [[κωφός]], ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπ’ ἀρχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ὅσοι δὲ κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται· φωνὴν μὲν οὖν ἀφιᾶσι, διάλεκτον δ’ οὐδεμίαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16, Προβλ. 33. 1, π. Αἰσθ. 1. 12· τοῖς δὲ παισὶν ἐδείκνυσαν, [[ὥσπερ]] ἐνεοῖς, ὅ,τι δέοι ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 33. 2) ὡς τὸ [[νήπιος]], [[εὐήθης]], Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 140D· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 782 ὁ Ἕρμ. ἀποδέχεται τὴν εἰκασίαν τοῦ Μeineke ἐνεὸς ὢν ἐνεὰ φρονεῖ, ἀντὶ τοῦ: [[νέος]] ἐὼν νέα φρονεῖ τῶν κωδίκ., [[ὅπερ]] ὁ Turneb. διώρθωσεν: ὢν [[νέος]] νέα φρονεῖ: - Ἐπίρρ. ἐνεῶς, «εὐήθως, μωρῶς» (Κοραῆς), Χρησμ. παρὰ Πολυαίνῳ 6. 53. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄχρηστος]], Ἱππ. 743C· πρβλ. ἄνεω, [[ἄναυδος]].
|lstext='''ἐνεός''': -ά, -όν, (γράφεται καὶ διὰ δύο ν, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς), [[ἄλαλος]], «ὃς [[οὔτε]] ἀκούει [[οὔτε]] λαλεῖ» (Ἡσύχ.), παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συνδυάζεται [[μετὰ]] τοῦ [[κωφός]], ὁ μὴ ἐνεὸς ἢ κωφὸς ἀπ’ ἀρχῆς Πλάτ. Θεαίτ. 206D· ὅσοι δὲ κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται· φωνὴν μὲν οὖν ἀφιᾶσι, διάλεκτον δ’ οὐδεμίαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16, Προβλ. 33. 1, π. Αἰσθ. 1. 12· τοῖς δὲ παισὶν ἐδείκνυσαν, [[ὥσπερ]] ἐνεοῖς, ὅ,τι δέοι ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 33. 2) ὡς τὸ [[νήπιος]], [[εὐήθης]], Πλάτ. Ἀλκ. Δεύτερος 140D· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 782 ὁ Ἕρμ. ἀποδέχεται τὴν εἰκασίαν τοῦ Μeineke ἐνεὸς ὢν ἐνεὰ φρονεῖ, ἀντὶ τοῦ: [[νέος]] ἐὼν νέα φρονεῖ τῶν κωδίκ., [[ὅπερ]] ὁ Turneb. διώρθωσεν: ὢν [[νέος]] νέα φρονεῖ: - Ἐπίρρ. ἐνεῶς, «εὐήθως, μωρῶς» (Κοραῆς), Χρησμ. παρὰ Πολυαίνῳ 6. 53. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄχρηστος]], Ἱππ. 743C· πρβλ. ἄνεω, [[ἄναυδος]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />muet de naissance.<br />'''Étymologie:''' DELG aucune étym.
}}
}}