στροφεῖον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροφεῖον''': τό, ([[στρέφω]]) συνεστραμμένος [[βρόχος]], «θηλειά», [[σχοινίον]], Ξεν. Κυν. 2, 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 29. ΙΙ. [[ὄργανον]] δι’ οὗ στρέφεταί τι, ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ μηχανὴ δι’ ἧς ὁ ὑποκριτὴς ἐξηφανίζετο ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν θεατῶν, ὁ αὐτ. 4. 127, 132. 2) [[ξύλινος]] [[ὄνος]], [[κύλινδρος]] [[μετὰ]] μοχλῶν, ἐφ’ οὗ περιτυλίσσεται [[καλῴδιον]], «μποζαργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
|lstext='''στροφεῖον''': τό, ([[στρέφω]]) συνεστραμμένος [[βρόχος]], «θηλειά», [[σχοινίον]], Ξεν. Κυν. 2, 6, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ε΄, 29. ΙΙ. [[ὄργανον]] δι’ οὗ στρέφεταί τι, ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ μηχανὴ δι’ ἧς ὁ ὑποκριτὴς ἐξηφανίζετο ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν θεατῶν, ὁ αὐτ. 4. 127, 132. 2) [[ξύλινος]] [[ὄνος]], [[κύλινδρος]] [[μετὰ]] μοχλῶν, ἐφ’ οὗ περιτυλίσσεται [[καλῴδιον]], «μποζαργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de cabestan pour lever l’ancre.<br />'''Étymologie:''' [[στροφή]].
}}
}}