αἰσχυντηλός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰσχυντηλός''': -ή, -όν, [[αἰδήμων]], [[κόσμιος]], Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ [[αἰδημοσύνη]], Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης [[ἄξιος]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.
|lstext='''αἰσχυντηλός''': -ή, -όν, [[αἰδήμων]], [[κόσμιος]], Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ [[αἰδημοσύνη]], Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης [[ἄξιος]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> pudique, modeste;<br /><b>2</b> qui cause de la honte.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχύνω]].
}}
}}