παραρρήγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραρρήγνῡμι''': ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. [[τεῖχος]], [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, [[παραβαίνω]], τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, [[κερχνώδης]], «βραχνὴ» [[φωνή]], ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.
|lstext='''παραρρήγνῡμι''': ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. [[τεῖχος]], [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, [[παραβαίνω]], τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., [[μετὰ]] β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, [[κερχνώδης]], «βραχνὴ» [[φωνή]], ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραρρήξω, <i>pf. intr.</i> παρέρρωγα, <i>ao.2 Pass.</i> παρερράγην;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> briser, rompre en partie, <i>particul.</i> enfoncer un corps de troupes, le rompre sur un point;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> briser, rompre, déchirer : παραρρήγνυσθαι δι’ ὀργῆς PLUT éclater de colère;<br /><b>II.</b> <i>intr. (au pf.)</i> être rompu, déchiré, crevé ; παρερρωγότα PLUT fentes, crevasses de rochers.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥήγνυμι]].
}}
}}