ἄθυρμα: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄθυρμα''': τό, ([[ἀθύρω]]) = [[παίγνιον]], [[παιγνίδιον]], «παιγνιδάκι», Ἰλ. Ο. 363, Ὀδ. Σ. 323, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 40· ὡς τὸ [[ἄγαλμα]], [[τέρψις]], [[χαρμονή]], [[χαρά]], Ἀπολλώνιον ἄθ., περὶ τῶν Πυθικῶν ἀγώνων, Πινδ. Π. 5. 29· ἀθύρματα Μουσᾶν, ὅ ἐ. ᾄσματα, Βακχυλ. 48· ἁβρὸν ἄθ., περὶ σμικροῦ κυνός, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 626, πρβλ. 272. 10., 810. 4: - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἀποσπ. 274, Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν», 16, Κωμ. Ἀνών. ἐν Mein. 4, σ. 663, Ἀλκιδάμας παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. καὶ 4.
|lstext='''ἄθυρμα''': τό, ([[ἀθύρω]]) = [[παίγνιον]], [[παιγνίδιον]], «παιγνιδάκι», Ἰλ. Ο. 363, Ὀδ. Σ. 323, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 40· ὡς τὸ [[ἄγαλμα]], [[τέρψις]], [[χαρμονή]], [[χαρά]], Ἀπολλώνιον ἄθ., περὶ τῶν Πυθικῶν ἀγώνων, Πινδ. Π. 5. 29· ἀθύρματα Μουσᾶν, ὅ ἐ. ᾄσματα, Βακχυλ. 48· ἁβρὸν ἄθ., περὶ σμικροῦ κυνός, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 626, πρβλ. 272. 10., 810. 4: - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἀποσπ. 274, Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν», 16, Κωμ. Ἀνών. ἐν Mein. 4, σ. 663, Ἀλκιδάμας παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 2. καὶ 4.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> jeu, jouet;<br /><b>2</b> divertissement, récréation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀθύρω]].
}}
}}