δοριπτοίητος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοριπτοίητος''': -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.
|lstext='''δοριπτοίητος''': -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé d’un coup de lance.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[πτοιέω]].
}}
}}