ἀοιδός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀοιδός''': ὁ, ([[ἀείδω]]) ὁ περὶ μουσικὴν καὶ ποίησιν ἀσχολούμενος, ὁ ᾄδων ἔπη ἐνώπιον βασιλέων ἢ ἄλλων, ὡς π.χ. ὁ ἀοιδὸς ὃν κατέλιπε φύλακα καὶ διδάσκαλον [[οὕτως]] εἰπεῖν τῆς Κλυταιμνήστρας ὁ [[Ἀγαμέμνων]] ἀπερχόμενος εἰς Τροίαν, πὰρ’ δ’ ἔην καὶ ἀοιδὸς [[ἀνήρ]], ᾧ πόλλ’ ἐπέτελλεν Ἀτρεΐδης, Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν Ὀδ. Γ. 267. 270, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 95, Ἔργ. κ. Ἡμ. 26· [[θεῖος]] ἀ. 4. 17, 8. 87, κ. ἀλλ. τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπου ἀοιδοῦ Ἡρόδ. 1. 24· πολλὰ ψεύδονται ἀοιδοὶ Ἀριστ. Μεταφ. 1. 2. 13· [[θρηνῳδός]], παρὰ δ’ εἶσαν ἀοιδοὺς θρήνων ἐξάρχους· «νῦν τοὺς θρηνῳδοὺς» (Σχόλ.) Ἰλ. Ω. 720· - [[μετὰ]] γεν. γόων, χρησμῶν ἀοιδὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 110, [[Ἡρακλ]]. 403· [[πρᾶτος]] [[ἀοιδός]], ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, Θεόκρ. 18. 56. 2) ὡς θηλ., ἐπὶ ἀηδόνος, [[ψάλτρια]], καὶ ἀοιδὸν ἐοῦσαν Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 206· περὶ τῆς Σφιγγός, σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν Σοφ. Ο.Τ. 36, Εὐρ. Φοίν. 1507· ἀοιδὸς [[Μοῦσα]] ὁ αὐτ. Ῥῆσ. 386, πρβλ. Θεόκρ. 15. 97. 3) ὁ δι’ ἐπῳδῶν θεραπεύων, [[ἐπῳδός]], [[γόης]], Λατ. incantator, τὶς γὰρ [[ἀοιδός]], τὶς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; Σοφ. Τρ. 1000. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ᾠδικός]], εὔφωνος, [[μελῳδικός]], [[ὄρνις]] ἀοιδοτάτα Εὐρ. Ἑλ. 1109, πρβλ. Θεόκρ. 12. 7, Καλλ. εἰς Δῆλ. 252, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 2) παθ. = [[ἀοίδιμος]], πεφημισμένος, ἐν τῷ συγκριτικῷ, πολλὸν ἀοιδοτέρη Ἀρκεσίλ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 30
|lstext='''ἀοιδός''': ὁ, ([[ἀείδω]]) ὁ περὶ μουσικὴν καὶ ποίησιν ἀσχολούμενος, ὁ ᾄδων ἔπη ἐνώπιον βασιλέων ἢ ἄλλων, ὡς π.χ. ὁ ἀοιδὸς ὃν κατέλιπε φύλακα καὶ διδάσκαλον [[οὕτως]] εἰπεῖν τῆς Κλυταιμνήστρας ὁ [[Ἀγαμέμνων]] ἀπερχόμενος εἰς Τροίαν, πὰρ’ δ’ ἔην καὶ ἀοιδὸς [[ἀνήρ]], ᾧ πόλλ’ ἐπέτελλεν Ἀτρεΐδης, Τροίηνδε κιὼν εἴρυσθαι ἄκοιτιν Ὀδ. Γ. 267. 270, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 95, Ἔργ. κ. Ἡμ. 26· [[θεῖος]] ἀ. 4. 17, 8. 87, κ. ἀλλ. τοῦ ἀρίστου ἀνθρώπου ἀοιδοῦ Ἡρόδ. 1. 24· πολλὰ ψεύδονται ἀοιδοὶ Ἀριστ. Μεταφ. 1. 2. 13· [[θρηνῳδός]], παρὰ δ’ εἶσαν ἀοιδοὺς θρήνων ἐξάρχους· «νῦν τοὺς θρηνῳδοὺς» (Σχόλ.) Ἰλ. Ω. 720· - [[μετὰ]] γεν. γόων, χρησμῶν ἀοιδὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 110, [[Ἡρακλ]]. 403· [[πρᾶτος]] [[ἀοιδός]], ἐπὶ ἀλεκτρυόνος, Θεόκρ. 18. 56. 2) ὡς θηλ., ἐπὶ ἀηδόνος, [[ψάλτρια]], καὶ ἀοιδὸν ἐοῦσαν Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 206· περὶ τῆς Σφιγγός, σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν Σοφ. Ο.Τ. 36, Εὐρ. Φοίν. 1507· ἀοιδὸς [[Μοῦσα]] ὁ αὐτ. Ῥῆσ. 386, πρβλ. Θεόκρ. 15. 97. 3) ὁ δι’ ἐπῳδῶν θεραπεύων, [[ἐπῳδός]], [[γόης]], Λατ. incantator, τὶς γὰρ [[ἀοιδός]], τὶς ὁ [[χειροτέχνης]] ἰατορίας; Σοφ. Τρ. 1000. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ᾠδικός]], εὔφωνος, [[μελῳδικός]], [[ὄρνις]] ἀοιδοτάτα Εὐρ. Ἑλ. 1109, πρβλ. Θεόκρ. 12. 7, Καλλ. εἰς Δῆλ. 252, Συλλ. Ἐπιγρ. 2211. 2) παθ. = [[ἀοίδιμος]], πεφημισμένος, ἐν τῷ συγκριτικῷ, πολλὸν ἀοιδοτέρη Ἀρκεσίλ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 30
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br /><i>adj.</i> qui chante;<br /><i>subst.</i> ὁ [[ἀοιδός]] :<br /><b>1</b> chanteur, chantre ; poète;<br /><b>2</b> enchanteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείδω]].
}}
}}