3,276,901
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοιμιάζομαι''': μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. [[φροιμιάζομαι]]· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω [[προοίμιον]] ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[λέγω]] ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος [[λέγω]], τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα [[προοιμιάζομαι]] Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… [[φροιμιάζομαι]] θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· [[ταῦτα]] ἔστω πεφροιασμένα [[αὐτόθι]] 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., [[ἐγκαινίζω]], τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D. | |lstext='''προοιμιάζομαι''': μέλλ. -άσομαι· πρκμ. πεπροοιμίασμαι Λουκ. Νιγρῖν. 10· ― παρὰ τοῖς τραγ. συνῃρ. [[φροιμιάζομαι]]· ἀμφότεροι οἱ τύποι ἀπαντῶσι παρ’ Ἀριστ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις· ἀόρ. ἐφροιμιασάμην Ἀριστ. Ποιητ. 24, 14· πεφροιμίασμαι ἐπὶ παθ. σημασ., ἰδὲ κατωτ.: ἀποθ. Κάμνω [[προοίμιον]] ἢ πρόλογον, λατ. prooemior, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1354, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 4, Πλάτ. Νόμ. 723C· πρ. μακρῶς Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11, πρβλ. 3. 14, 10. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[λέγω]] ἐν εἴδει προοιμίου, προοιμιαζόμενος [[λέγω]], τὶ φροιμιάζει νεοχνόν; Εὐρ. Ι. Τ. 1162· περὶ οὗ τοσαῦτα [[προοιμιάζομαι]] Πλάτ. Λάχ. 178F· τούτους… [[φροιμιάζομαι]] θεούς, ἄρχομαι ἐπικαλούμενος αὐτούς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 20· [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, φρ. τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτ. 7. 1, 13· δάκρυσι Θεμίστ. 173D· ― ὁ πρκμ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, πεφροιμίασται τά νῦν εἰρημένα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 4, 1· [[ταῦτα]] ἔστω πεφροιασμένα [[αὐτόθι]] 7. 1, 13· πεφροιμιάσθω τοσαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 8· ἐν τοῖς πεφροιμιασμένοις ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 5. 2) μεταφορ., [[ἐγκαινίζω]], τὴν βασιλείαν φόνῳ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπ.· πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. 531. 49. ― Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἀνθ. Π. 1. 114, Μεθόδ. 407D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>par contr. att.</i> [[φροιμιάζομαι]];<br /><i>f.</i> προοιμιάσομαι, <i>ao. sans augm.</i> προοιμιασάμην <i>ou</i> ἐφροιμιασάμην, <i>pf.</i> πεπροοιμίασμαι <i>et</i> πεφροιμίασμαι;<br />faire un préambule, un exorde ; <i>avec un rég.</i> dire en manière d’exorde <i>ou</i> de préambule, acc. ; θεοὺς φροιμιάζεσθαι ESCHL commencer par invoquer les dieux ; <i>Pass.</i> être composé <i>ou</i> dit en forme de préambule.<br />'''Étymologie:''' [[προοίμιον]]. | |||
}} | }} |