3,273,136
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰδιώτης''': -ου, ὁ, ([[ἴδιος]]) [[πολίτης]] ὡς ἄτομον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Θουκ. 1. 124, πρβλ. 3. 10, Πλάτ. Συμ. 185Β, Ξεν. Πόροι 4. 18, κτλ. ΙΙ ὁ ζῶν βὶον ἰδιωτικόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔχοντα θέσιν δημοσίαν ἢ συμμετέχοντα τῶν πραγμάτων τῆς πόλεως, ἀνὴρ [[ἰδιώτης]] Ἡρόδ. 1. 32, 59, 70, 123, κ. ἀλλ., πρβλ. Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 31· ἀντίθετον τῷ [[βασιλεύς]], Ἡρόδ. 7. 3· τῷ ἄρχων, Πλάτ. Πολιτικ. 259Β, πρβλ. Θουκ. 1. 115., 4. 2, Λυσ. 103. 1· τῷ [[δικαστής]], Ἀντιφῶν 144. 13· τῷ πολιτευόμενος, Δημ. 150. 8· τῷ «[[ῥήτωρ]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 37· τῷ [[στρατηγός]], [[ἁπλοῦς]] [[στρατιώτης]], Ξεν. Ἀν. 1. 3, 11· ἰδ. θεοί Ἀριστοφ. Βάτρ. 891. 2) κοινὸς [[ἄνθρωπος]] τοῦ λαοῦ, τοῦ ὄχλου, οἱ ἰδ. καὶ πένητες Πλουτ. Θησ. 24, Ἡρῳδιαν. 4. 10, κτλ. 3) ὡς ἐπίθ., ἰδ. [[βίος]], ἡ ζωὴ τοιούτων ἀνθρώπων, [[τρόπος]] ζωῆς οὐχὶ [[δημόσιος]], ἀσχολίαι ἰδιωτικαί, Πλάτ. Πολ. 578C. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] ἐπιστήμην τινὰ ἢ τέχνην ἢ τὰ τῆς πόλεως πράγματα, ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]] Θουκ. 2. 48, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Θεαίτ. 178C, Νόμ. 933D [[ἰδιώτης]] ἤ τινα τέχνην ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 221C, πρβλ. Πρωτ. 312Α· [[οὕτως]], ἀντίθετον τῷ [[ποιητής]], [[πεζογράφος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 258D, Συμπ. 178Β· ἰδ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· [[ὡσαύτως]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐξ ἐπαγγέλματος ῥήτορα, Ἰσοκρ. 43Α· πρὸς ἠσκημένον στρατιώτην, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 1· πρὸς τακτικὸν ἀθλητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 7, 7., 12. 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 8· πρὸς ἐπιτήδειον ἐργάτην (δημιουργόν), Πλάτ. Σοφιστ. 221C, Θεάγ. 124C: - ὡς ἐπίθετ., ὁ ἰδ. [[ὄχλος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς τεχνίτας, Πλουτ. Περικλ. 12. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀγύμναστος]], [[ἄπειρος]] εἴς τι, Λατ. expers, rudis, ἰατρικῆς Πλάτ. Πρωτ. 345Α, πρβλ. Τίμ. 20Α· ἔργου Ξεν. Οἰκ. 3, 9· [[ὡσαύτως]], ἰδ. κατά τι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 5, 11· ἰδ. τὰ ἄλλα Ἡρωδιαν. 4. 12· ἰδ. ὡς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 11. πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 81. 3) [[καθόλου]], [[ἄπειρος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἀδίδακτος]], [[ἀμαθής]], ἀντίθετον τῷ πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3.12, 1· ἄν τε δεινοί λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. Δημ. 50, 7· [[ἄνθρωπος]] [[ἀγύμναστος]], [[δυσκίνητος]], ἀντίθετον τῷ [[ἀσκητής]], [[ἀθλητής]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἀμαθὴς καὶ ἰδ., ἀντίθετον τῷ [[τεχνίτης]], Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πρβλ. [[ἰδιωτικός]] ΙΙ. ΙV. ἰδιῶται, οἱ πολῖται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξένοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 459, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολιαστ. | |lstext='''ἰδιώτης''': -ου, ὁ, ([[ἴδιος]]) [[πολίτης]] ὡς ἄτομον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις Θουκ. 1. 124, πρβλ. 3. 10, Πλάτ. Συμ. 185Β, Ξεν. Πόροι 4. 18, κτλ. ΙΙ ὁ ζῶν βὶον ἰδιωτικόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔχοντα θέσιν δημοσίαν ἢ συμμετέχοντα τῶν πραγμάτων τῆς πόλεως, ἀνὴρ [[ἰδιώτης]] Ἡρόδ. 1. 32, 59, 70, 123, κ. ἀλλ., πρβλ. Ψήφισμα παρ’ Ἀνδοκ. 11. 31· ἀντίθετον τῷ [[βασιλεύς]], Ἡρόδ. 7. 3· τῷ ἄρχων, Πλάτ. Πολιτικ. 259Β, πρβλ. Θουκ. 1. 115., 4. 2, Λυσ. 103. 1· τῷ [[δικαστής]], Ἀντιφῶν 144. 13· τῷ πολιτευόμενος, Δημ. 150. 8· τῷ «[[ῥήτωρ]], Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 37· τῷ [[στρατηγός]], [[ἁπλοῦς]] [[στρατιώτης]], Ξεν. Ἀν. 1. 3, 11· ἰδ. θεοί Ἀριστοφ. Βάτρ. 891. 2) κοινὸς [[ἄνθρωπος]] τοῦ λαοῦ, τοῦ ὄχλου, οἱ ἰδ. καὶ πένητες Πλουτ. Θησ. 24, Ἡρῳδιαν. 4. 10, κτλ. 3) ὡς ἐπίθ., ἰδ. [[βίος]], ἡ ζωὴ τοιούτων ἀνθρώπων, [[τρόπος]] ζωῆς οὐχὶ [[δημόσιος]], ἀσχολίαι ἰδιωτικαί, Πλάτ. Πολ. 578C. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] ἐπιστήμην τινὰ ἢ τέχνην ἢ τὰ τῆς πόλεως πράγματα, ἰατρὸς καὶ [[ἰδιώτης]] Θουκ. 2. 48, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Θεαίτ. 178C, Νόμ. 933D [[ἰδιώτης]] ἤ τινα τέχνην ἔχων ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 221C, πρβλ. Πρωτ. 312Α· [[οὕτως]], ἀντίθετον τῷ [[ποιητής]], [[πεζογράφος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 258D, Συμπ. 178Β· ἰδ. καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐων ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327C· [[ὡσαύτως]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἐξ ἐπαγγέλματος ῥήτορα, Ἰσοκρ. 43Α· πρὸς ἠσκημένον στρατιώτην, Θουκ. 6. 72, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 1· πρὸς τακτικὸν ἀθλητήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 7, 7., 12. 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 8· πρὸς ἐπιτήδειον ἐργάτην (δημιουργόν), Πλάτ. Σοφιστ. 221C, Θεάγ. 124C: - ὡς ἐπίθετ., ὁ ἰδ. [[ὄχλος]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς τεχνίτας, Πλουτ. Περικλ. 12. 2) [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀγύμναστος]], [[ἄπειρος]] εἴς τι, Λατ. expers, rudis, ἰατρικῆς Πλάτ. Πρωτ. 345Α, πρβλ. Τίμ. 20Α· ἔργου Ξεν. Οἰκ. 3, 9· [[ὡσαύτως]], ἰδ. κατά τι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 5, 11· ἰδ. τὰ ἄλλα Ἡρωδιαν. 4. 12· ἰδ. ὡς ἡμᾶς ἀγωνίζεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 5, 11. πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 81. 3) [[καθόλου]], [[ἄπειρος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἀδίδακτος]], [[ἀμαθής]], ἀντίθετον τῷ πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 3.12, 1· ἄν τε δεινοί λάχωσιν ἄν τε ἰδιῶται.. Δημ. 50, 7· [[ἄνθρωπος]] [[ἀγύμναστος]], [[δυσκίνητος]], ἀντίθετον τῷ [[ἀσκητής]], [[ἀθλητής]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· ἀμαθὴς καὶ ἰδ., ἀντίθετον τῷ [[τεχνίτης]], Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 29· πρβλ. [[ἰδιωτικός]] ΙΙ. ΙV. ἰδιῶται, οἱ πολῖται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ξένοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 459, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολιαστ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>A.</b> <i>subst.</i> <b>I.</b> simple particulier :<br /><b>1</b> <i>p. opp. à État</i> συμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις THC choses utiles aux États et aux particuliers;<br /><b>2</b> homme privé <i>p. opp. à roi, homme public, homme d’État, magistrat, etc.</i><br /><b>3</b> tout homme de condition modeste : simple citoyen ; homme du peuple, plébéien ; simple soldat;<br /><b>4</b> homme étranger à tel ou tel métier <i>p. opp. à diverses professions, médecin, orateur, etc.</i> : [[ἰδιώτης]] τινός, [[κατά]] [[τι]], ignorant, novice en qch;<br /><b>5</b> <i>abs.</i> homme sans éducation, ignorant;<br /><b>II.</b> qui réside dans son propre pays, qui est du pays, indigène;<br /><b>B.</b> <i>adj.</i> de simple particulier, d’homme privé ; simple, ignorant, vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]]. | |||
}} | }} |