ἀνισόρροπος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνισόρροπος''': -ον, ὁ μὴ [[ἰσόρροπος]]· ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Πλουτ.
|lstext='''ἀνισόρροπος''': -ον, ὁ μὴ [[ἰσόρροπος]]· ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Πλουτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non impartial.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἰσόρροπος]].
}}
}}