3,274,199
edits
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνδενδρος''': -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε. | |lstext='''σύνδενδρος''': -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δένδρον]]. | |||
}} | }} |