μέλι: Difference between revisions

177 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέλῐ''': τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις [[μέλι]] παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 ([[ἔνθα]] ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε [[πέπερι]]· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith ([[μέλι]])· πρβλ. [[μειλίσσω]])· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς [[ὥσπερ]] νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· μ. χλωρὸν Ἰλ. Μ. 631· παμφαὲς Αἰσχύλ. Πέρσ. 612· - τὸ Ἀττικὸν [[μέλι]] ἦτο περίφημον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 252, Θεσμ. 1192, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· τὰ δὲ διάφορα εἴδη [[αὐτοῦ]] διακρίνει ὁ Θεόφρ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 18· λέγεται δὲ ὅτι παρεσκευάζετο καὶ ἐκ φοινίκων ὑπ’ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 4. 194. 2) μεταφορ., ἐπὶ παντὸς γλυκέος πράγματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ εὐγλωττίας, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 118· Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου (πρβλ. [[μέλισσα]] ΙΙ. 1) Ἀριστ. Ἀποσπ. 231· ἐπὶ ὕπνου, Μόσχ. 2. 3· πικράν τε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς· ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸς ἐκείνην [[μέλι]] Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσι» 1. 6· λάθοις τὴν γλῶσσαν ἐς [[μέλι]] πλύνας Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 92. ΙΙ. γλυκὺ [[κόμμι]], συλλεγόμενον ἔκ τινων δένδρων, [[μάννα]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 17· τοῦ ὕοντος μέλιτος, τοῦ ῥέοντος μέλιτος, κατὰ τὸν Λατῖνον μεταφραστ., ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (σελ. 345), Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. [[ἐλαιόμελι]]. - Παράβαλ. μελιηδής, -κρᾶτος, -φρων, -γηρυς.
|lstext='''μέλῐ''': τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις [[μέλι]] παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 ([[ἔνθα]] ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε [[πέπερι]]· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith ([[μέλι]])· πρβλ. [[μειλίσσω]])· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς [[ὥσπερ]] νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· μ. χλωρὸν Ἰλ. Μ. 631· παμφαὲς Αἰσχύλ. Πέρσ. 612· - τὸ Ἀττικὸν [[μέλι]] ἦτο περίφημον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 252, Θεσμ. 1192, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· τὰ δὲ διάφορα εἴδη [[αὐτοῦ]] διακρίνει ὁ Θεόφρ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 18· λέγεται δὲ ὅτι παρεσκευάζετο καὶ ἐκ φοινίκων ὑπ’ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 4. 194. 2) μεταφορ., ἐπὶ παντὸς γλυκέος πράγματος, [[μάλιστα]] ἐπὶ εὐγλωττίας, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 118· Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου (πρβλ. [[μέλισσα]] ΙΙ. 1) Ἀριστ. Ἀποσπ. 231· ἐπὶ ὕπνου, Μόσχ. 2. 3· πικράν τε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς· ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸς ἐκείνην [[μέλι]] Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσι» 1. 6· λάθοις τὴν γλῶσσαν ἐς [[μέλι]] πλύνας Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 92. ΙΙ. γλυκὺ [[κόμμι]], συλλεγόμενον ἔκ τινων δένδρων, [[μάννα]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 17· τοῦ ὕοντος μέλιτος, τοῦ ῥέοντος μέλιτος, κατὰ τὸν Λατῖνον μεταφραστ., ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (σελ. 345), Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. [[ἐλαιόμελι]]. - Παράβαλ. μελιηδής, -κρᾶτος, -φρων, -γηρυς.
}}
{{bailly
|btext=ιτος (τό) :<br /><b>1</b> miel;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> suc qui suinte du tronc du palmier.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> mel, mulsum.
}}
}}