κόγξ: Difference between revisions

186 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_14)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόγξ''': ὁ [[ἦχος]] ὃν προὐξένει ἡ [[ψῆφος]] πίπτουσα εἰς τὴν κάλπην (κάδον), Ἡσύχ.· περὶ τοῦ [[κόγξ]], ὄμπαξ (ἐφθαρμ. ἀντὶ [[κόγξ]], ὁμοίως πάξ), ἴδε Λοβ. Ἀγλαοφ. 775 κἑξ.
|lstext='''κόγξ''': ὁ [[ἦχος]] ὃν προὐξένει ἡ [[ψῆφος]] πίπτουσα εἰς τὴν κάλπην (κάδον), Ἡσύχ.· περὶ τοῦ [[κόγξ]], ὄμπαξ (ἐφθαρμ. ἀντὶ [[κόγξ]], ὁμοίως πάξ), ἴδε Λοβ. Ἀγλαοφ. 775 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>interj.</i><br />onomatopée imitant le bruit d’un caillou tombant dans l’urne.<br /><span class="bld">2</span><i>interj.</i><br />« silence ! assez ! ».
}}
}}