πλατύπυγος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλατύπῡγος''': -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.
|lstext='''πλατύπῡγος''': -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à large carène.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[πυγή]].
}}
}}