δίκρανος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκρᾱνος''': -ον, ὁ δύο ἔχων κεφαλάς, Παρμεν. 47 Karst.· ― δίκρᾱνον, τό, ὡς καῖ παρ’ ἡμῖν «δικρᾶνι», ξύλινον γεωργικὸν [[ἐργαλεῖον]] δύο ἔχον ὀδόντας ἢ χηλάς, δικράνοις ἐξωθεῖν, ὡς τὸ Λατ. furca expellere, Λουκ. Τίμ. 12.
|lstext='''δίκρᾱνος''': -ον, ὁ δύο ἔχων κεφαλάς, Παρμεν. 47 Karst.· ― δίκρᾱνον, τό, ὡς καῖ παρ’ ἡμῖν «δικρᾶνι», ξύλινον γεωργικὸν [[ἐργαλεῖον]] δύο ἔχον ὀδόντας ἢ χηλάς, δικράνοις ἐξωθεῖν, ὡς τὸ Λατ. furca expellere, Λουκ. Τίμ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fourchu ; τὸ δίκρανον fourche.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κάρα]].
}}
}}