3,276,318
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύπλαγκτος''': -ον, ([[πλάζω]]) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, [[πραπίδες]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ [[αὐτοῦ]], παραπλανῶν, [[ἄνεμος]] Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ. | |lstext='''πολύπλαγκτος''': -ον, ([[πλάζω]]) ὁ πολὺ πλανώμενος, ὁ εἰς πολλὰ μέρη πλανώμενος, ληιστῆρσι π. Ὀδ. Ρ. 425, πρβλ. 511· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 572· π. ἔτεα Σοφ. Αἴ. 1185, κινδύνοισι πολυπλάγκτοισιν Θέογν. 1257. τίν’ ἂν ἵδοις... πολυπλαγκτότερον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1197. 2) ὁ πολὺ σφαλλόμενος, [[πραπίδες]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 594. 4. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ φέρων μακρὰν τοῦ σκοποῦ, παρασύρων τινὰ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ [[αὐτοῦ]], παραπλανῶν, [[ἄνεμος]] Ἰλ. Λ. 308. ― Ἐν Σοφ. Ἀντ. 615, π. ἐλπὶς δύναται νὰ σημαίνῃ ἢ τὴν περιπλανωμένην εἰς ὄνειρα τοῦ μέλλοντος ἐλπίδα (πρβλ. Πινδ. Ο. 12, 6) ἢ τὴν παραπλανῶσαν, ἐξαπατῶσαν, πρβλ. πολυπλανὴς ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui fait errer de tous côtés, qui égare loin du droit chemin.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλάζω]]. | |||
}} | }} |