ἐχέφρων: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέφρων''': -ον, γεν. ονος, (φρὴν) [[φρόνιμος]], [[συνετός]], ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ [[ἐχέφρων]] Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.
|lstext='''ἐχέφρων''': -ον, γεν. ονος, (φρὴν) [[φρόνιμος]], [[συνετός]], ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ [[ἐχέφρων]] Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sensé, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[φρήν]].
}}
}}