συσκοτάζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκοτάζω''': ἐντελῶς [[σκοτίζω]], ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. [[αὐτόθι]] (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[σκοτεινός]], ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις [[αὐτόθι]] (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -[[ἀλλά]], 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», [[σκότος]] γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται [[σκότος]], Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, [[νίφω]].
|lstext='''συσκοτάζω''': ἐντελῶς [[σκοτίζω]], ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. [[αὐτόθι]] (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[σκοτεινός]], ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις [[αὐτόθι]] (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -[[ἀλλά]], 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», [[σκότος]] γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται [[σκότος]], Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, [[νίφω]].
}}
{{bailly
|btext=être obscur ; • <i>impers.</i> ξυνεσκόταζε [[ἤδη]] THC il faisait déjà nuit.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκοτάζω]].
}}
}}