διαπυκτεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπυκτεύω''': πυγμαχῶ [[πρός]] τινα, [[ἀγωνίζομαι]], φιλονικῶ, τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 53, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 11, κτλ.
|lstext='''διαπυκτεύω''': πυγμαχῶ [[πρός]] τινα, [[ἀγωνίζομαι]], φιλονικῶ, τινὶ Ξεν. Κύρ. 7. 5, 53, Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 11, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=combattre à coups de poing ; lutter ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πυκτεύω]].
}}
}}