δυσπιστέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπιστέω''': δυσπιστῶ, δὲν ἐμπιστεύομαι, τινι Πλούτ. 2. 593 Α.
|lstext='''δυσπιστέω''': δυσπιστῶ, δὲν ἐμπιστεύομαι, τινι Πλούτ. 2. 593 Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> δυσπιστήσω;<br />croire difficilement, τινι.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πιστός]].
}}
}}