3,274,917
edits
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περκάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέρκος]] = περκνὸς) [[γίνομαι]] [[μέλας]], «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν [[ὅταν]] ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, [[ὀπώρα]] ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F [[ὅταν]] ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· [[ὅταν]] ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. [[ὑποπερκάζω]]. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. [[σκιάζω]]. ΙΙ. δίδω εἴς τι [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ῥῆμα]] περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι». | |lstext='''περκάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέρκος]] = περκνὸς) [[γίνομαι]] [[μέλας]], «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν [[ὅταν]] ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, [[ὀπώρα]] ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F [[ὅταν]] ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· [[ὅταν]] ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. [[ὑποπερκάζω]]. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. [[σκιάζω]]. ΙΙ. δίδω εἴς τι [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ῥῆμα]] περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=devenir bleu foncé <i>ou</i> commencer à noircir, <i>càd</i> à mûrir <i>en parl. de raisins, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[περκνός]]. | |||
}} | }} |