ἱερόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερόω''': Δωρ. ἱαρόω, ([[ἱερός]]) καθιστῶ τι [[ἱερόν]], καθιερῶ, ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Πλάτ. Νόμ. 771Β· τῆς γῆς, τὰν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16. - Παθ. παρκμ. ἱερῶσθαι Θουκ. 5. 1, - ἐν τῇ μετοχ. ἱερωμένος, ἀφιερωμένος, [[ἱερός]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 116, 12, Διον. Ἁλ. Ι. 57, 10, κτλ., Πλουτ. 2. 402F. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. Συγγρ., [[ἱερεύς]], [[κληρικός]], ὡς καὶ νῦν, Εὐσ. ΙΙ. 956C, IV. 81C, κτλ.
|lstext='''ἱερόω''': Δωρ. ἱαρόω, ([[ἱερός]]) καθιστῶ τι [[ἱερόν]], καθιερῶ, ἀφιερῶ, [[ἀνατίθημι]], Πλάτ. Νόμ. 771Β· τῆς γῆς, τὰν Ἀμφικτίονες ἱάρωσαν Ἐπιγραφ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1688. 16. - Παθ. παρκμ. ἱερῶσθαι Θουκ. 5. 1, - ἐν τῇ μετοχ. ἱερωμένος, ἀφιερωμένος, [[ἱερός]], Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. 116, 12, Διον. Ἁλ. Ι. 57, 10, κτλ., Πλουτ. 2. 402F. - Παρὰ τοῖς Ἐκκλ. Συγγρ., [[ἱερεύς]], [[κληρικός]], ὡς καὶ νῦν, Εὐσ. ΙΙ. 956C, IV. 81C, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=consacrer, sanctifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]].
}}
}}