ἀτείχιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτείχιστος''': -ον, ὁ μὴ τετειχισμένος, μὴ ὠχυρωμένος, Θουκ. 1. 2., 8. 62, Λυσ. 914. 16. - Ἐπίρρ. ἀτειχίστως Φιλόστρ. 245. 23, Σύμμ. ἐν Χαχ. β΄, 4. 2) ὁ μὴ ἀποτειχισθείς, ὁ μὴ ἀποκλεισθείς, Θουκ. 1. 64.
|lstext='''ἀτείχιστος''': -ον, ὁ μὴ τετειχισμένος, μὴ ὠχυρωμένος, Θουκ. 1. 2., 8. 62, Λυσ. 914. 16. - Ἐπίρρ. ἀτειχίστως Φιλόστρ. 245. 23, Σύμμ. ἐν Χαχ. β΄, 4. 2) ὁ μὴ ἀποτειχισθείς, ὁ μὴ ἀποκλεισθείς, Θουκ. 1. 64.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non muni de remparts;<br /><b>2</b> non bloqué au moyen d’un mur.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τειχίζω]].
}}
}}