3,277,114
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύξ''': ἡ, γεν. τρῠγός, (συγγενὲς τῷ [[τρύγη]])· - [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ὑποστὰς τὴν ζύμωσιν καὶ μὴ στραγγισθείς, [[οἶνος]] [[μετὰ]] τῆς τρυγός, [[γλεῦκος]] ἀδιήθητον, Λατ. mustum, Ἀνακρ. 39, Ἡρόδ. 4. 23, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, κ. ἀλλ.· [[ὅθεν]], καὶ [[ἁπλῶς]] [[οἶνος]], «τὸν [[οἶνον]] καὶ τρύγα ἐκάλουν, ὡς ἐν ὥραις Κρατῖνος λέγει» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 18 (Κρατῖνος ἐν ὥραις 4)· - παροιμ., τρὺξ κατ’ ὀπώραν, [[γλεῦκος]] τὸ [[φθινόπωρον]], δηλ. [[ὑπόθεσις]] [[μήπω]] τελειωθεῖσα, Κικ. Ἀττ. 2. 12, 3. ΙΙ. ἡ [[ὑποστάθμη]], τοῦ οἴνου, ἡ «λάσπη τοῦ κρασιοῦ», Λατ. faex, [[οἶνος]] ἀπὸ τρυγὸς Ἀρχίλ. 4· [[ἐπειδὴ]] καὶ τὸν [[οἶνον]] ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ’ ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα Ἀριστοφ. Πλ. 1085· κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα [[χεῖλος]] ἐρείδων Θεόκρ. 7. 70· ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου Λουκ. Τίμ. 19, οὕτω, τὰ καθιζήματα ἄλλων ὑγρῶν, «μοῦργα», τρ. τοῦ ἄσχυ Ἡρόδ. 4. 23· ἐλαίου [[Πολυδ]]. Α΄, 245· ὄξους Νικ. Θηρ. 933· ὕδατος Πλούτ. 2. 895C. 2) ἐπὶ μετάλλων, ἡ [[σκωρία]], Λατ. scoria, τρὺξ σιδηρήεσσα Νικ. Ἀλ. 51· χαλκοῦ Διοσκ. 5. 120. 3) ὕλη τις ὁμοία τρυγὶ ἐν τῷ στομάχῳ, Ἱππ. 1159F· τοῦ αἵματος Γαλην. 4) μεταφ., ἠχώ..., φωνῆς τρύγα Ἀνθ. Πλαν. 155· - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἢ γραίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1309, Πλ. 1086. ΙΙΙ. αἱ τρύγες στεμφυλίτιδες, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] ἐκθλιβόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, [[ἀδύνατος]] [[οἶνος]], Λατ. lora, Ἱππ. 359. 8· ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρὺξ Γεωπ. 6. 13, 2· [[οὕτως]] [[ἄνευ]] προσδιορισμοῦ τινος, Γαλην.· πρβλ. [[τρυγηφάνιος]]. IV. τρὺξ οἴνου ὀπτὴ ἢ πεφρυγμένη, «κρεμόρι» ἢ «κρεμοτάρταρον», μεταγ. [[φέκλη]] (Λατ. faecula), λαμβανόμενον ἐκ τῆς ξηρᾶς τρυγὸς ἥτις ἀπομένει ἐπὶ τοῦ πυθμένος καὶ τῶν πλευρῶν οἰνοφόρου πίθου, τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα, καθαριστικὸς [[τροχίσκος]] ἐκ τοιαύτης οὐσίας ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 9, 3. | |lstext='''τρύξ''': ἡ, γεν. τρῠγός, (συγγενὲς τῷ [[τρύγη]])· - [[νέος]] [[οἶνος]] [[μήπω]] ὑποστὰς τὴν ζύμωσιν καὶ μὴ στραγγισθείς, [[οἶνος]] [[μετὰ]] τῆς τρυγός, [[γλεῦκος]] ἀδιήθητον, Λατ. mustum, Ἀνακρ. 39, Ἡρόδ. 4. 23, Ἀριστοφ. Νεφ. 50, κ. ἀλλ.· [[ὅθεν]], καὶ [[ἁπλῶς]] [[οἶνος]], «τὸν [[οἶνον]] καὶ τρύγα ἐκάλουν, ὡς ἐν ὥραις Κρατῖνος λέγει» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 18 (Κρατῖνος ἐν ὥραις 4)· - παροιμ., τρὺξ κατ’ ὀπώραν, [[γλεῦκος]] τὸ [[φθινόπωρον]], δηλ. [[ὑπόθεσις]] [[μήπω]] τελειωθεῖσα, Κικ. Ἀττ. 2. 12, 3. ΙΙ. ἡ [[ὑποστάθμη]], τοῦ οἴνου, ἡ «λάσπη τοῦ κρασιοῦ», Λατ. faex, [[οἶνος]] ἀπὸ τρυγὸς Ἀρχίλ. 4· [[ἐπειδὴ]] καὶ τὸν [[οἶνον]] ἠξίους πίνειν, ξυνεκποτέ’ ἐστί σοι καὶ τὴν τρύγα Ἀριστοφ. Πλ. 1085· κυλίκεσσι καὶ ἐς τρύγα [[χεῖλος]] ἐρείδων Θεόκρ. 7. 70· ἐν τῇ τρυγὶ τοῦ πίθου Λουκ. Τίμ. 19, οὕτω, τὰ καθιζήματα ἄλλων ὑγρῶν, «μοῦργα», τρ. τοῦ ἄσχυ Ἡρόδ. 4. 23· ἐλαίου [[Πολυδ]]. Α΄, 245· ὄξους Νικ. Θηρ. 933· ὕδατος Πλούτ. 2. 895C. 2) ἐπὶ μετάλλων, ἡ [[σκωρία]], Λατ. scoria, τρὺξ σιδηρήεσσα Νικ. Ἀλ. 51· χαλκοῦ Διοσκ. 5. 120. 3) ὕλη τις ὁμοία τρυγὶ ἐν τῷ στομάχῳ, Ἱππ. 1159F· τοῦ αἵματος Γαλην. 4) μεταφ., ἠχώ..., φωνῆς τρύγα Ἀνθ. Πλαν. 155· - μεταφ., ἐπὶ γέροντος ἢ γραίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1309, Πλ. 1086. ΙΙΙ. αἱ τρύγες στεμφυλίτιδες, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] ἐκθλιβόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, [[ἀδύνατος]] [[οἶνος]], Λατ. lora, Ἱππ. 359. 8· ἡ ἀπὸ στεμφύλων τρὺξ Γεωπ. 6. 13, 2· [[οὕτως]] [[ἄνευ]] προσδιορισμοῦ τινος, Γαλην.· πρβλ. [[τρυγηφάνιος]]. IV. τρὺξ οἴνου ὀπτὴ ἢ πεφρυγμένη, «κρεμόρι» ἢ «κρεμοτάρταρον», μεταγ. [[φέκλη]] (Λατ. faecula), λαμβανόμενον ἐκ τῆς ξηρᾶς τρυγὸς ἥτις ἀπομένει ἐπὶ τοῦ πυθμένος καὶ τῶν πλευρῶν οἰνοφόρου πίθου, τροχίσκοι τρυγὸς ᾗ ῥυπτόμεθα, καθαριστικὸς [[τροχίσκος]] ἐκ τοιαύτης οὐσίας ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 9, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[τρυγός]] (ἡ) :<br /><b>I.</b> vin nouveau, vin doux;<br /><b>II.</b> marc <i>ou</i> lie de vin <i>ou</i> d’huile ; <i>◊ prov.</i> τρὺξ κατ’ ὀπώραν la lie à l’époque du raisin, <i>càd</i> avant la vendange <i>en parl. d’une chose ou d’une entreprise prématurée ; p. ext.</i> :<br /><b>1</b> sédiment, dépôt d’un liquide;<br /><b>2</b> <i>comiq. en parl. d’un vieil homme ou d’une vieille femme</i> vieux résidu.<br />'''Étymologie:''' R. Τρυ allongée en Τρυγ, user, épuiser ; cf. [[τρύω]], [[τρύχω]]. | |||
}} | }} |