3,243,802
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, (θωρήσσω ΙΙ) ὁ ἐν μετρίᾳ μέθῃ εὑρισκόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2˙ πεπωκότ’ ἤδη τ’ ἀκροθώρακ’ [[ὄντα]], Δίφιλ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. - Ἰων. -θώρηξ, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 178. | |lstext='''ἀκροθώραξ''': -ᾱκος, ὁ, ἡ, (θωρήσσω ΙΙ) ὁ ἐν μετρίᾳ μέθῃ εὑρισκόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 3. 2˙ πεπωκότ’ ἤδη τ’ ἀκροθώρακ’ [[ὄντα]], Δίφιλ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. - Ἰων. -θώρηξ, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. σ. 178. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br />qui a une pointe d’ivresse, légèrement ivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θώραξ]]. | |||
}} | }} |