ἐκπρίω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπρίω''': εντελῶς [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Θουκ. 7. 25· ἐπὶ ἐκπρίσεως ὀστοῦ, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 912.
|lstext='''ἐκπρίω''': εντελῶς [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Θουκ. 7. 25· ἐπὶ ἐκπρίσεως ὀστοῦ, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 912.
}}
{{bailly
|btext=ôter en sciant, scier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πρίω]].
}}
}}