3,274,873
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεγγισμός''': ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8. | |lstext='''συνεγγισμός''': ὁ, τὸ συνεγγίζειν, πλησιάζειν [[ὁμοῦ]], ἐπὶ ἀστερισμῶν, Στράβ. 174, Πτολ., κλπ.· τῆς ἀποτέξεως Σωραν. περὶ Γυναικ. Παθ. σ. 78 πρὸς τὴν ἀρετὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 4, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de se rapprocher tout à fait.<br />'''Étymologie:''' [[συνεγγίζω]]. | |||
}} | }} |