παράρτημα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράρτημα''': τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, [[φυλακτήριον]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. [[παράρτημα]], πρόσθετον [[πρᾶγμα]], Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.
|lstext='''παράρτημα''': τό, τὸ παραπλεύρως ἀνηρτημένον, περίαπτον, [[φυλακτήριον]], Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. 7.81, Λουκ. Φιλοψ. 8. ΙΙ. [[παράρτημα]], πρόσθετον [[πρᾶγμα]], Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 783Β.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qu’on porte suspendu au côté.<br />'''Étymologie:''' [[παραρτάω]].
}}
}}