3,274,919
edits
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠφάλεια''': ἡ, Ἐπικὸν [[ὄνομα]] τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Γ. 372, κ. ἀλλ.· [[τρίπτυχος]] Λ. 352· [[αὐλῶπις]] Ν. 530 [[ἵππουρις]] Τ. 382· λευκολόφους τρ., ὡς ὑπερβολικὴ Ἐπικὴ [[φράσις]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[τρίς]], [[φάλος]], = περικεφαλαία ἔχουσα [[τρεῖς]] φάλους, οἰονεὶ [[τριφάλεια]]. Ἀλλ’ ὁ Βουτμᾶν. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ ἐν λ. [[φάλος]] ἐν τέλ., παρατηρεῖ ὅτι [[τρυφάλεια]] [[εἶναι]] γενικὸν [[ὄνομα]] περικεφαλαίας, καὶ οὐχὶ τὸ [[ὄνομα]] ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους αὐτῆς· [[ὅθεν]] παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[τρύω]], καὶ ἑρμηνεύει αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν περικεφαλαίαν ἔχουσαν τετρυπημένον τὸν φάλον [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν λόφον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καταῖτυξ]]. | |lstext='''τρῠφάλεια''': ἡ, Ἐπικὸν [[ὄνομα]] τῆς περικεφαλαίας, Ἰλ. Γ. 372, κ. ἀλλ.· [[τρίπτυχος]] Λ. 352· [[αὐλῶπις]] Ν. 530 [[ἵππουρις]] Τ. 382· λευκολόφους τρ., ὡς ὑπερβολικὴ Ἐπικὴ [[φράσις]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1016. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[τρίς]], [[φάλος]], = περικεφαλαία ἔχουσα [[τρεῖς]] φάλους, οἰονεὶ [[τριφάλεια]]. Ἀλλ’ ὁ Βουτμᾶν. ἐν τῷ Λεξιλόγῳ ἐν λ. [[φάλος]] ἐν τέλ., παρατηρεῖ ὅτι [[τρυφάλεια]] [[εἶναι]] γενικὸν [[ὄνομα]] περικεφαλαίας, καὶ οὐχὶ τὸ [[ὄνομα]] ἰδιαιτέρου τινὸς εἴδους αὐτῆς· [[ὅθεν]] παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[τρύω]], καὶ ἑρμηνεύει αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν περικεφαλαίαν ἔχουσαν τετρυπημένον τὸν φάλον [[ὅπως]] δεχθῇ τὸν λόφον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καταῖτυξ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />casque, <i>litt.</i> casque avec un trou pour y fixer le panache.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], [[φάλος]]. | |||
}} | }} |