3,277,048
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίνω''': [ῑ], Ἐπικ. ἀπαρ. πινέμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Η. 220· Ἰων. παρατ. πίνεσκον Ἰλ. Π. 226· ― μέλλ. [[πίομαι]] Ἰλ. Ν. 493, Σοφ. Ο. Κ. 622, Ἀριστ. Ἱππ. 1289. 1401, Ἀποσπ. 294· καὶ παρὰ μεταγεν. πιοῦμαι, τὸ ὁποῖον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον εἰς τοὺς δοκίμους ([[οἷον]] πιεῖσθαι Ἱππ. 538. 16, πιεῖσθε Ξεν. Συμπ. 4. 7), ἀλλ’ ἀποδοκιμάζουσιν αὐτὸ ὁ Ἀθήν. 446D, ὁ Φρύνιχ. 31· Ἑλληνιστικὸν β΄ πρόσ. πίεσαι, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ― ἀόρ. ἔπιον, Ἐπικ. πίον, Ὅμ., κτλ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. πίῃσθα Ἰλ. Ζ. 260· προστ. πίε Ὀδ. Ι. 347, Μένανδρ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 3, (ἐκ-) Εὐρ. Κύκλ. 563· ἐν τῇ οἰκείᾳ γλώσσῃ [[πῖθι]] Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1489, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. κτλ., (ἔκ-) Εὐρ. Κύκλ. 578· ἀπαρ. πιεῖν, Ἐπικ. πιέμεν Ὅμ., καὶ πιέειν Ἰλ. Δ. 263· [[ὡσαύτως]] πιέναι Ἱππ. 1147Β· πῖν (τὰ Ἀντίγραφα πεῖν) Ἀνθ. Π. 11. 140· μετοχ. πιών, πιοῦσα Ἰλ. Ω. 102, κτλ., πιέουσα Ἱππ. 1213D. ― Μέσ., ὑποτ. πινώμεθα Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 1· προστ. πίνεο Νικ. Θηρ. 912· διαπίνομαι Ἡδύλ. παρ. Ἀθην. 486Α· [[πίομαι]] ὡς μέσ. ἐνεστ., Θέογν. 962, Ἴβυκ. 15, Πινδ. Ο. 6. 147· (παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44). ― Παθ., Ὀδ. Υ. 312· Ἐπικ. παρατ. πίνετο, Ι. 45· μετοχ. πινεύμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. πινέω) Ἱππ. 286. 18. ― Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἔκ τινος ῥίζης ΠΟ, πρβλ. πέπωκα Αἰσχύλ. Θήβ. 821, κτλ. ― Παθ., μέλλ. ποθήσομαι (κατα-) Ἀριστοφ. Σφ. 1502, (ἐκ-) Πλούτ. 2. 240D· ἀόρ. ἐπόθην (ἐξ-) Αἰσχύλ. Χο. 66, (κατ-) Πλάτ. Κριτί. 111D· ― τούτοις [[προσθετέον]] πρκμ. ἀπαρ. [[πεπόσθαι]] Θέογν. 477· Αἰολ. ἐνεστ. πώνω, ἀόρ. προστ. πῶθι, πῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 698. 51, Ahrens D. Aeol. σ. 140, D. Dor. 511. 523. ― Ρημ. ἐπίθ. [[πιστός]], [[ποτός]], ποτέον, ἃ ἴδε. (Ἐκ τῶν √ΠΙ, ΠΟ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ποτός, ποτόν, πόμα, πῶμα, πόσις, ποτήρ, πότης, κτλ.· πιπίσκω, πίστρα, πῑσος· Σανσκρ. pâ, pî, pi-bâmi (bibo)· pâ-nam (potus)· pâ-tra (poculum)· Λατ. po-tus, po-to, po-culum, κτλ., πρβλ. bi-bo· Σλαυ. pi-ti (bibere)· Λιθ. po-ta (ebriositas), κτλ.) [Προσῳδία: ― ἀείποτε ῑ ἐν τοῖς [[πίνω]], πίνομαι· ἀείποτε ῐ ἐν τῷ ἀορ. ἔπιον, ― διὸ παρὰ Στράτ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 19, [[ἀναγνωστέον]] πίε ἀντὶ πῖνε, καὶ ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 5. 5 ἔπῑνον ἀντὶ ἔπῐον· ὁ Ὅμ. [[ὅμως]] ἔχει ἐθέλουσι δὲ πῐέμεν [[ἄμφω]] (ἐν ἄρσει) Ἰλ. Π. 825, πρβλ. Ὀδ. Σ. 3· [[ἀλλά]], καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε (ἐν θέσει) Ο. 378· ἐν τῇ προστ. [[πῖθι]], ῑ ἀείποτε. ― Ἐν τῷ μέλλ. [[πίομαι]] ἡ [[ποσότης]] ποικίλλει· ὁ Ὅμ. καὶ οἱ Τραγ. ἔχουσι ῑ, Ἰλ. Ν. 493, Αἰσχύλ. Χο. 578. Σοφ. Ο. Κ. 622· οὕτω Θέογν. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289, 1401, Ἀποσπ. 294· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεόγν. 1129, Ἴωνι Χίῳ 2. 10 Bgk., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 1, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1· ῐ ἐν τῷ πιοῦμαι, Ἀθήν. 446Ε.] Ὡς καὶ νῦν, [[πίνω]], συχνότατον ἀπὸ τοῦ Ὁμ. [[μέχρι]] τῆς [[σήμερον]]· μετ’ αἰτ., π. [[οἶνον]], [[ὕδωρ]], [[αἷμα]], κτλ., Ὅμ., κλ.· π. [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] τὸ [[ὕδωρ]] τοῦ Αἰσ., δηλ. κατοικῶ παρὰ τὰς ὄχθας [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Β. 825· ― ἢ [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., [[πίνω]] ἔκ τινος πράγμ., π. οἴνοιο (ὡς τὸ Γαλλ. du vin), Ὀδ. Χ. 11· οὕτω, εἰς [[οἶνον]]..., [[ἔνθεν]] ἔπινον, ἐξ οὗ..., Δ. 220· αἵματος [[ὄφρα]] πίω Λ. 96, πρβλ. Ο. 373· ― [[ὡσαύτως]], πίνει κρητῆρας οἴνοιο, ὁλοκλήρους κρατῆρας, Ἰλ. Θ. 232· κύπελλα οἴνου Δ. 346· καί, π. ἀπὸ κρήνης, ἐκ πηγῆς, Θέογν. 959, (ἀλλὰ μόνον κρήνης, ὁ αὐτ. 962)· [[ἀλλά]], π. ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἴθοπα [[οἶνον]] (ἐξυπ. δέπαος), ἐκ τοῦ ποτηρίου, Ἰλ. Π. 226· δέπα, [[ἔνθεν]] ἔπινον Ὀδ. Τ. 62· οὕτω π. ἐκ κεραμῶν Ἰλ. Ι. 469· ἐκ τῆς χειρὸς Ἡρόδ. 4. 172· ἐκ ταὐτοῦ... ποτηρίου Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Πλάτ. Πολ. 417Α· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ― [[ὡσαύτως]], σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, δι’ οὗ..., Ὀδ. Ξ. 112· ἐν κερατίνοις ποτηρίοις Ξεν. Ἀνάβ. 5. 9, 4· φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ, διορισθέντα ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Πλάτ. Γοργ. 467C. 2) ἀπολ., [[πίνω]], ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305· αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε Ε. 94, Ζ. 249, πρβλ. Ἰλ. Ω. 476, κτλ.· μῆλα... πιόμεν’ ἐκ βοτάνης, πρόβατα... ἵνα πίωσι [[μετὰ]] τὴν νομήν, Ἰλ. Ν. 493· πρὸς βίαν πίνην Ἀλκαῖ. 20· πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· π. πρὸς ἡδονὴν Πλάτ. Συμπ. 176Ε· εἰς μέθην ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 775Β· διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172· διδόναι πιεῖν Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 7· πιεῖν αἰτεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· πιεῖν ἐγχέας [[αὐτόθι]] 1. 3, 9· πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Φιλήμων «Ἀνδροφόνῳ» 1· μέτρῳ πίνειν Παροιμιογρ.· ἢ [[πῖθι]] ἢ ἄπιθι, παροιμ., μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἑρ. Στεφ.· ― ἐν τῷ πρκμ. πέπωκα, εἶμαι μεθυσμένος, «πιωμένος», Εὐρ. Κύκλ. 536· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], πίνοντά τε καὶ πεπωκότα, πίνοντα καὶ τελειώσαντα τὸ πίνειν, Πλάτ. Φαίδων 117C. II. μεταφορ., [[πίνω]], ὡς ἡ γῆ τὸ [[ὕδωρ]] τῆς βροχῆς, τὸ [[ὕδωρ]], ὄμβρον Ἡρόδ. 3. 117., 4. 198· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 980, πρβλ. Θήβ. 736, 821, Σοφ. Ο. Τ. 1401· ἐπὶ φυτῶν, Ξεν. Συμπ. 2, 25· ἐπὶ λαμπτῆρος ἢ λύχνου, π. τοὔλαιον Λουκιαν. Κατάπλ. 27· [[λύχνος]]... πολλὰ πιὼν [[μέλη]] Ἀνθ. Π. 5. 197. | |lstext='''πίνω''': [ῑ], Ἐπικ. ἀπαρ. πινέμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Η. 220· Ἰων. παρατ. πίνεσκον Ἰλ. Π. 226· ― μέλλ. [[πίομαι]] Ἰλ. Ν. 493, Σοφ. Ο. Κ. 622, Ἀριστ. Ἱππ. 1289. 1401, Ἀποσπ. 294· καὶ παρὰ μεταγεν. πιοῦμαι, τὸ ὁποῖον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον εἰς τοὺς δοκίμους ([[οἷον]] πιεῖσθαι Ἱππ. 538. 16, πιεῖσθε Ξεν. Συμπ. 4. 7), ἀλλ’ ἀποδοκιμάζουσιν αὐτὸ ὁ Ἀθήν. 446D, ὁ Φρύνιχ. 31· Ἑλληνιστικὸν β΄ πρόσ. πίεσαι, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ― ἀόρ. ἔπιον, Ἐπικ. πίον, Ὅμ., κτλ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. πίῃσθα Ἰλ. Ζ. 260· προστ. πίε Ὀδ. Ι. 347, Μένανδρ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 3, (ἐκ-) Εὐρ. Κύκλ. 563· ἐν τῇ οἰκείᾳ γλώσσῃ [[πῖθι]] Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1489, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. κτλ., (ἔκ-) Εὐρ. Κύκλ. 578· ἀπαρ. πιεῖν, Ἐπικ. πιέμεν Ὅμ., καὶ πιέειν Ἰλ. Δ. 263· [[ὡσαύτως]] πιέναι Ἱππ. 1147Β· πῖν (τὰ Ἀντίγραφα πεῖν) Ἀνθ. Π. 11. 140· μετοχ. πιών, πιοῦσα Ἰλ. Ω. 102, κτλ., πιέουσα Ἱππ. 1213D. ― Μέσ., ὑποτ. πινώμεθα Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 1· προστ. πίνεο Νικ. Θηρ. 912· διαπίνομαι Ἡδύλ. παρ. Ἀθην. 486Α· [[πίομαι]] ὡς μέσ. ἐνεστ., Θέογν. 962, Ἴβυκ. 15, Πινδ. Ο. 6. 147· (παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44). ― Παθ., Ὀδ. Υ. 312· Ἐπικ. παρατ. πίνετο, Ι. 45· μετοχ. πινεύμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. πινέω) Ἱππ. 286. 18. ― Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἔκ τινος ῥίζης ΠΟ, πρβλ. πέπωκα Αἰσχύλ. Θήβ. 821, κτλ. ― Παθ., μέλλ. ποθήσομαι (κατα-) Ἀριστοφ. Σφ. 1502, (ἐκ-) Πλούτ. 2. 240D· ἀόρ. ἐπόθην (ἐξ-) Αἰσχύλ. Χο. 66, (κατ-) Πλάτ. Κριτί. 111D· ― τούτοις [[προσθετέον]] πρκμ. ἀπαρ. [[πεπόσθαι]] Θέογν. 477· Αἰολ. ἐνεστ. πώνω, ἀόρ. προστ. πῶθι, πῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 698. 51, Ahrens D. Aeol. σ. 140, D. Dor. 511. 523. ― Ρημ. ἐπίθ. [[πιστός]], [[ποτός]], ποτέον, ἃ ἴδε. (Ἐκ τῶν √ΠΙ, ΠΟ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ποτός, ποτόν, πόμα, πῶμα, πόσις, ποτήρ, πότης, κτλ.· πιπίσκω, πίστρα, πῑσος· Σανσκρ. pâ, pî, pi-bâmi (bibo)· pâ-nam (potus)· pâ-tra (poculum)· Λατ. po-tus, po-to, po-culum, κτλ., πρβλ. bi-bo· Σλαυ. pi-ti (bibere)· Λιθ. po-ta (ebriositas), κτλ.) [Προσῳδία: ― ἀείποτε ῑ ἐν τοῖς [[πίνω]], πίνομαι· ἀείποτε ῐ ἐν τῷ ἀορ. ἔπιον, ― διὸ παρὰ Στράτ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 19, [[ἀναγνωστέον]] πίε ἀντὶ πῖνε, καὶ ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 5. 5 ἔπῑνον ἀντὶ ἔπῐον· ὁ Ὅμ. [[ὅμως]] ἔχει ἐθέλουσι δὲ πῐέμεν [[ἄμφω]] (ἐν ἄρσει) Ἰλ. Π. 825, πρβλ. Ὀδ. Σ. 3· [[ἀλλά]], καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε (ἐν θέσει) Ο. 378· ἐν τῇ προστ. [[πῖθι]], ῑ ἀείποτε. ― Ἐν τῷ μέλλ. [[πίομαι]] ἡ [[ποσότης]] ποικίλλει· ὁ Ὅμ. καὶ οἱ Τραγ. ἔχουσι ῑ, Ἰλ. Ν. 493, Αἰσχύλ. Χο. 578. Σοφ. Ο. Κ. 622· οὕτω Θέογν. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289, 1401, Ἀποσπ. 294· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεόγν. 1129, Ἴωνι Χίῳ 2. 10 Bgk., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 1, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1· ῐ ἐν τῷ πιοῦμαι, Ἀθήν. 446Ε.] Ὡς καὶ νῦν, [[πίνω]], συχνότατον ἀπὸ τοῦ Ὁμ. [[μέχρι]] τῆς [[σήμερον]]· μετ’ αἰτ., π. [[οἶνον]], [[ὕδωρ]], [[αἷμα]], κτλ., Ὅμ., κλ.· π. [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο, [[πίνω]] τὸ [[ὕδωρ]] τοῦ Αἰσ., δηλ. κατοικῶ παρὰ τὰς ὄχθας [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Β. 825· ― ἢ [[μετὰ]] γεν. διαιρετ., [[πίνω]] ἔκ τινος πράγμ., π. οἴνοιο (ὡς τὸ Γαλλ. du vin), Ὀδ. Χ. 11· οὕτω, εἰς [[οἶνον]]..., [[ἔνθεν]] ἔπινον, ἐξ οὗ..., Δ. 220· αἵματος [[ὄφρα]] πίω Λ. 96, πρβλ. Ο. 373· ― [[ὡσαύτως]], πίνει κρητῆρας οἴνοιο, ὁλοκλήρους κρατῆρας, Ἰλ. Θ. 232· κύπελλα οἴνου Δ. 346· καί, π. ἀπὸ κρήνης, ἐκ πηγῆς, Θέογν. 959, (ἀλλὰ μόνον κρήνης, ὁ αὐτ. 962)· [[ἀλλά]], π. ἀπ’ [[αὐτοῦ]] αἴθοπα [[οἶνον]] (ἐξυπ. δέπαος), ἐκ τοῦ ποτηρίου, Ἰλ. Π. 226· δέπα, [[ἔνθεν]] ἔπινον Ὀδ. Τ. 62· οὕτω π. ἐκ κεραμῶν Ἰλ. Ι. 469· ἐκ τῆς χειρὸς Ἡρόδ. 4. 172· ἐκ ταὐτοῦ... ποτηρίου Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Πλάτ. Πολ. 417Α· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ― [[ὡσαύτως]], σκῦφον [[ᾧπερ]] ἔπινον, δι’ οὗ..., Ὀδ. Ξ. 112· ἐν κερατίνοις ποτηρίοις Ξεν. Ἀνάβ. 5. 9, 4· φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ, διορισθέντα ὑπ’ [[αὐτοῦ]], Πλάτ. Γοργ. 467C. 2) ἀπολ., [[πίνω]], ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305· αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε Ε. 94, Ζ. 249, πρβλ. Ἰλ. Ω. 476, κτλ.· μῆλα... πιόμεν’ ἐκ βοτάνης, πρόβατα... ἵνα πίωσι [[μετὰ]] τὴν νομήν, Ἰλ. Ν. 493· πρὸς βίαν πίνην Ἀλκαῖ. 20· πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· π. πρὸς ἡδονὴν Πλάτ. Συμπ. 176Ε· εἰς μέθην ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 775Β· διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172· διδόναι πιεῖν Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 7· πιεῖν αἰτεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· πιεῖν ἐγχέας [[αὐτόθι]] 1. 3, 9· πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Φιλήμων «Ἀνδροφόνῳ» 1· μέτρῳ πίνειν Παροιμιογρ.· ἢ [[πῖθι]] ἢ ἄπιθι, παροιμ., μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἑρ. Στεφ.· ― ἐν τῷ πρκμ. πέπωκα, εἶμαι μεθυσμένος, «πιωμένος», Εὐρ. Κύκλ. 536· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], πίνοντά τε καὶ πεπωκότα, πίνοντα καὶ τελειώσαντα τὸ πίνειν, Πλάτ. Φαίδων 117C. II. μεταφορ., [[πίνω]], ὡς ἡ γῆ τὸ [[ὕδωρ]] τῆς βροχῆς, τὸ [[ὕδωρ]], ὄμβρον Ἡρόδ. 3. 117., 4. 198· πιοῦσα [[κόνις]] [[μέλαν]] [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 980, πρβλ. Θήβ. 736, 821, Σοφ. Ο. Τ. 1401· ἐπὶ φυτῶν, Ξεν. Συμπ. 2, 25· ἐπὶ λαμπτῆρος ἢ λύχνου, π. τοὔλαιον Λουκιαν. Κατάπλ. 27· [[λύχνος]]... πολλὰ πιὼν [[μέλη]] Ἀνθ. Π. 5. 197. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[πίομαι]], <i>postér.</i> [[πιοῦμαι]], <i>ao.2</i> [[ἔπιον]], <i>pf.</i> [[πέπωκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> ἐπόθην, <i>pf.</i> πέπομαι;<br />boire :<br /><b>1</b> <i>en parl. de l’homme et des animaux, au propre</i> : οἶνον HOM boire du vin ; avec le gén. partit. : οἴνοιο OD boire une part de vin, boire du vin ; <i>avec</i> l’acc. du contenant : οἴνοιο κύπελλα IL, κρητῆρας οἴνοιο IL boire des coupes, des cratères de vin ; [[πιεῖν]] αἰτεῖν XÉN demander à boire ; [[πιεῖν]] [[δοῦναι]] HDT donner à boire ; [[πιεῖν]] ἐγχεῖν XÉN verser à boire ; πίνειν ποταμοῦ LUC <i>ou</i> ἀπὸ ποταμοῦ XÉN boire à un fleuve ; [[ἐκ]] κεράμων IL (du vin) des cruches ; [[ἐξ]] ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ XÉN avec un vase d’argent <i>ou</i> d’or ; [[ἐκ]] χειρός HDT boire dans la main ; ἀπ’ [[αὐτοῦ]] (δέπαος) IL dans la coupe même ; <i>en parl. d’animaux</i> μῆλα πιόμεν’ [[ἐκ]] βοτάνης IL moutons qui vont s’abreuver au sortir du pâturage ; πινεῖν [[ὕδωρ]] Αἰσήποιο IL boire l’eau de l’Æsépos, <i>càd</i> demeurer au bord de l’Æsépos;<br /><b>2</b> <i>avec suj. de choses</i> [[αἷμα]] ESCHL boire du sang <i>en parl. de la terre</i> ; [[ὕδωρ]] XÉN boire de l’eau <i>en parl. de plantes</i> ; [[τοὔλαιον]] LUC boire l’huile <i>en parl. d’une lampe, etc.</i><br /><i><b>Moy.</b></i> πίνομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Πι, boire, > [[πιπίσκω]], cf. <i>lat.</i> bibo ; et R. Πο, boire, > [[ποτός]], [[πόμα]], [[πόσις]], [[πῶμα]] ; cf. <i>lat.</i> potus, poculum. | |||
}} | }} |