σύνοπτος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύνοπτος''': -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, [[κάτοπτος]], [[τάφος]] σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· [[ὄρος]], ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· [[κίνδυνος]] ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν [[ὥστε]] νὰ [[βλέπω]] γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. [[εὐσύνοπτος]]. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ.
|lstext='''σύνοπτος''': -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ διὰ μιᾶς, [[κάτοπτος]], [[τάφος]] σ. πρὸς τόπον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· τοῖς μακρὰν ἀπέχουσι σ. ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 130· [[ὄρος]], ἐξ οὗ σ. ἐστιν ἡ Ρώμη Διον. Ἁλ. 9. 24· [[κίνδυνος]] ἅπασι σ. Πολύβ. 2. 28, 9· σ. οὐδὲν ἦν ἀπό τινος Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐν συνόπτῳ εἰμί, γῆν ὁρῶ, εἶμαι εἰς τοιαύτην ἀπόστασιν [[ὥστε]] νὰ [[βλέπω]] γῆν, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 1, πρβλ. [[εὐσύνοπτος]]. ΙΙ. «σύνοπτα· εὐνόητα» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut embrasser d’un coup d’œil, pleinement visible.<br />'''Étymologie:''' [[συνόψομαι]], [[συνοράω]].
}}
}}