αἱμοφόρυκτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμοφόρυκτος''': -ον, ([[φορύσσω]]) = μεμολυσμένος δι’ αἵματος, κρέα, Ὀδ. Υ. 348.
|lstext='''αἱμοφόρυκτος''': -ον, ([[φορύσσω]]) = μεμολυσμένος δι’ αἵματος, κρέα, Ὀδ. Υ. 348.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />souillé de sang, tout sanglant.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[φορύσσω]].
}}
}}