κερασφόρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερασφόρος''': -ον, φέρων κέρατα, ἔχων κέρατα, ἐπὶ ἐλάφων, Σοφ. Ἀποσπ. 110· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Εὐρ. Φοίν. 248· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 2· τὸ κ. [[μέρος]] Πλάτ. Πολιτ. 265C· τὰ κ., ζῷα φέροντα κέρατα, Γαλην. ΙΙ. ἀνὴρ ὃν ἡ [[σύζυγος]] ἐξαπατᾷ, [[κερατᾶς]], Ἐπιγραφὴ ἐπιγράμμ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 278· πρβλ. [[κέρας]] ΧΙ.
|lstext='''κερασφόρος''': -ον, φέρων κέρατα, ἔχων κέρατα, ἐπὶ ἐλάφων, Σοφ. Ἀποσπ. 110· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Εὐρ. Φοίν. 248· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 2· τὸ κ. [[μέρος]] Πλάτ. Πολιτ. 265C· τὰ κ., ζῷα φέροντα κέρατα, Γαλην. ΙΙ. ἀνὴρ ὃν ἡ [[σύζυγος]] ἐξαπατᾷ, [[κερατᾶς]], Ἐπιγραφὴ ἐπιγράμμ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 278· πρβλ. [[κέρας]] ΧΙ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte des cornes.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[φέρω]].
}}
}}