οὐδεπώποτε: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐδεπώποτε''': Ἐπίρρ., ἀείποτε ἐπὶ παρελθόντος, ὡς: πῶς γὰρ κάτοιδ’ ὅν γ’ εἶδον [[οὐδεπώποτε]], πῶς νὰ [[γνωρίζω]] ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον [[οὐδέποτε]] εἶδον εἰς τὴν ζωήν μου; Σοφοκλ. Φιλ. 250, Ἀνδοκ. 4. 11, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἴδε ἐν λέξ. [[οὐδέποτε]].
|lstext='''οὐδεπώποτε''': Ἐπίρρ., ἀείποτε ἐπὶ παρελθόντος, ὡς: πῶς γὰρ κάτοιδ’ ὅν γ’ εἶδον [[οὐδεπώποτε]], πῶς νὰ [[γνωρίζω]] ἄνθρωπον τὸν ὁποῖον [[οὐδέποτε]] εἶδον εἰς τὴν ζωήν μου; Σοφοκλ. Φιλ. 250, Ἀνδοκ. 4. 11, Πλάτ. Πρωτ. 313Β· ἴδε ἐν λέξ. [[οὐδέποτε]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />jamais jusqu’à présent, jamais encore.<br />'''Étymologie:''' [[οὐδέ]], [[πώποτε]].
}}
}}