ἐκπηδάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπηδάω''': μέλλ. -πηδήσομαι Λουκ. Ζεῦξ. 8, καὶ -ήσω Ἀππ. Ἰβηρικ. 20: ‒ πηδῶ ἔξω εἰς, ἐφορμῶ, ἐς τὴν θάλασσαν Ἠρόδ. 1. 24., 8. 118 ([[ἔνθα]] τὰ ἄριστα χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκπηδέειν ἀντὶ -πηδᾶν)· ἐπί τινα Λυσ. 97. 27. 2) [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, Λατ. excurrere, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16· ἐκπ. ἐκ τῆς πόλεως, [[ἐκφεύγω]] ἐκ…, Μένανδ. ἐν «Περινθίᾳ» 3· μεταφ., ἐκπ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 495D. 3) ἀναπηδῶ, ἀνατινάσσομαι, εὕδουσαν ἐκπ. Σοφ. Τρ. 175· πάλλομαι, Ἀρισταίν. 2. 5. ΙΙ. τινάσσομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] βιαίως τῆς θέσεώς μου, σπόνδυλος ἐκπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· [[ἐκφεύγω]], [[δραπετεύω]], ἐξεπήδησαν νυκτὸς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 43, 1.
|lstext='''ἐκπηδάω''': μέλλ. -πηδήσομαι Λουκ. Ζεῦξ. 8, καὶ -ήσω Ἀππ. Ἰβηρικ. 20: ‒ πηδῶ ἔξω εἰς, ἐφορμῶ, ἐς τὴν θάλασσαν Ἠρόδ. 1. 24., 8. 118 ([[ἔνθα]] τὰ ἄριστα χειρόγρ. ἔχουσιν ἐκπηδέειν ἀντὶ -πηδᾶν)· ἐπί τινα Λυσ. 97. 27. 2) [[κάμνω]] ἔξοδον, ἐξορμῶ, Λατ. excurrere, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16· ἐκπ. ἐκ τῆς πόλεως, [[ἐκφεύγω]] ἐκ…, Μένανδ. ἐν «Περινθίᾳ» 3· μεταφ., ἐκπ. ἐκ τῶν τεχνῶν εἰς τὴν φιλοσοφίαν Πλάτ. Πολ. 495D. 3) ἀναπηδῶ, ἀνατινάσσομαι, εὕδουσαν ἐκπ. Σοφ. Τρ. 175· πάλλομαι, Ἀρισταίν. 2. 5. ΙΙ. τινάσσομαι ἔξω, [[ἐξέρχομαι]] βιαίως τῆς θέσεώς μου, σπόνδυλος ἐκπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811· [[ἐκφεύγω]], [[δραπετεύω]], ἐξεπήδησαν νυκτὸς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 1. 43, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> sauter de, s’élancer de;<br /><b>II.</b> sauter hors de :<br /><b>1</b> sauter hors du lit;<br /><b>2</b> faire une sortie <i>en parl. d’assiégés</i>;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> se jeter hors de, quitter, abandonner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηδάω]].
}}
}}