κατασκοπικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκοπικός''': [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ κατασκοπεῖν, μεταγεν., κατ. [[νῆες]], κατ. πλοῖα, πρβλ. Πολύβ. 3. 95, 6· speculatoria navigia ὁ [[Καῖσαρ]] καλεῖ.
|lstext='''κατασκοπικός''': [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ κατασκοπεῖν, μεταγεν., κατ. [[νῆες]], κατ. πλοῖα, πρβλ. Πολύβ. 3. 95, 6· speculatoria navigia ὁ [[Καῖσαρ]] καλεῖ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’espionnage, d’espion.<br />'''Étymologie:''' [[κατάσκοπος]].
}}
}}