3,274,919
edits
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῦσα''': -ης, -ἡ, κοινῶς, «φυσερόν», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸν δ’ εὗρ’... ἑλισσόμενον περὶ φύσας, δηλ. τὸν Ἥφαιστον, Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. 409· φύσας ἐσθέντες ἐφύσων Θουκ. 4. 100· αἱ φ. ἐν τοῖς χαλκείοις Ἀριστ. Ἀναπν. 7. 7· ἐν τῷ ἑνικῷ, φ. [[χάλκεος]] Ἡρόδ. 1. 68. 2) [[μάλιστα]] δὲ ὁ σωλὴν τῆς φύσης, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 837. ΙΙ. [[φύσημα]], πνοὴ ἀνέμου, [[ἄνεμος]] σφοδρὸς καὶ ἡ [[αἰφνίδιος]] πνοὴ [[αὐτοῦ]], ἀγρίαις φύσαισι φυσᾶν Σοφ. Ἀποσπ. 753· ἐνιέναι φῦσαν εἰς..., φουσκώνω φυσῶν τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 814. 2) ἀέρια ἐν τῇ κοιλίᾳ, flatus ventris, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 18, Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 9, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 405D, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 22, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ [[φλογός]], φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 114· πρβλ. [[ἀϋτμή]]. 4) [[πομφόλυξ]], φυσαλλὶς ἀέρος [[πλήρης]], Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 22. 5) μεταφ., «φούσκωμα», [[ματαιότης]], Συνέσ. 279C. ΙΙΙ. ὁ κρατὴρ ἡφαιστείου, [[ἄνοιγμα]] ἡφαιστειῶδες, Στράβ. 628. IV. [[ὄνομα]] ἰχθύος εὑρισκομένου ἐν τῷ Νείλῳ, [[αὐτόθι]] 823, Ἀθήν. 312Β. (Ἐκ τῆς √ΦΥΣ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις φυσάω, φυσιάω, φυσαλλίς, φύσκη, φύσκων, φῡσίγναθος, ποιφύσσω (μετ’ ἀναδιπλ.), [[ἴσως]] δὲ καὶ φῦσιγξ· πρβλ. Σανσκρ. pup-phus-as (pulmo)· Λατ. pus-tula· λιθ pús-ti (φυσῶ), pus-lé ([[κύστις]], [[φυσαλλίς]]). | |lstext='''φῦσα''': -ης, -ἡ, κοινῶς, «φυσερόν», ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὸν δ’ εὗρ’... ἑλισσόμενον περὶ φύσας, δηλ. τὸν Ἥφαιστον, Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. 409· φύσας ἐσθέντες ἐφύσων Θουκ. 4. 100· αἱ φ. ἐν τοῖς χαλκείοις Ἀριστ. Ἀναπν. 7. 7· ἐν τῷ ἑνικῷ, φ. [[χάλκεος]] Ἡρόδ. 1. 68. 2) [[μάλιστα]] δὲ ὁ σωλὴν τῆς φύσης, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 837. ΙΙ. [[φύσημα]], πνοὴ ἀνέμου, [[ἄνεμος]] σφοδρὸς καὶ ἡ [[αἰφνίδιος]] πνοὴ [[αὐτοῦ]], ἀγρίαις φύσαισι φυσᾶν Σοφ. Ἀποσπ. 753· ἐνιέναι φῦσαν εἰς..., φουσκώνω φυσῶν τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 814. 2) ἀέρια ἐν τῇ κοιλίᾳ, flatus ventris, ὁ αὐτ. ἐν Ἀρχ. Ἰητρ. 12. 18, Ἀφορ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 9, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 405D, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 22, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ [[φλογός]], φλὸξ φῦσαν ἱεῖσα πυρὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 114· πρβλ. [[ἀϋτμή]]. 4) [[πομφόλυξ]], φυσαλλὶς ἀέρος [[πλήρης]], Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 22. 5) μεταφ., «φούσκωμα», [[ματαιότης]], Συνέσ. 279C. ΙΙΙ. ὁ κρατὴρ ἡφαιστείου, [[ἄνοιγμα]] ἡφαιστειῶδες, Στράβ. 628. IV. [[ὄνομα]] ἰχθύος εὑρισκομένου ἐν τῷ Νείλῳ, [[αὐτόθι]] 823, Ἀθήν. 312Β. (Ἐκ τῆς √ΦΥΣ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις φυσάω, φυσιάω, φυσαλλίς, φύσκη, φύσκων, φῡσίγναθος, ποιφύσσω (μετ’ ἀναδιπλ.), [[ἴσως]] δὲ καὶ φῦσιγξ· πρβλ. Σανσκρ. pup-phus-as (pulmo)· Λατ. pus-tula· λιθ pús-ti (φυσῶ), pus-lé ([[κύστις]], [[φυσαλλίς]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> soufflet de forge;<br /><b>2</b> souffle, vent, flatuosité;<br /><b>3</b> bulle d’air, vésicule;<br /><b>4</b> poisson du Nil.<br />'''Étymologie:''' R. Φυσ, souffler ; cf. [[φύσκη]], [[φύσκων]], [[ποιφύσσω]], <i>lat.</i> pustula.<br /><span class="bld">2</span><i>fém. de</i> [[φύς]]. | |||
}} | }} |