3,242,424
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσηγύ''': Ἐπικ. μεσσηγύ, πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου μεσσηγύς, - ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μεσηγὺς μόνον ἐν Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 19· Ι. Ἐπίρρ. τόπου, 1) ἀπολ., ἐν τῷ μέσῳ, [[μεταξύ]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521, πρβλ. Λ. 573· οὕτω, τὸ μεσηγὺ Θέογν. 553. 2) συνηθέστερον [[μετὰ]] γεν., [[μεταξύ]], «ἀνάμεσα», ὤμων μ. Ἰλ. Θ. 259· Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν Ι. 549· μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Ε. 769· μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 845· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 417. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ [[μεταξύ]], [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μηδέ τι μεσσηγύς γε... πάθῃσιν Ὀδ. Η. 195. 2) μεσηγὺ τούτου χρόνου Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μεσηγύ]], τὸ ἐν μέσῳ [[μέρος]], τὸ [[μεταξύ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 108, Ἱππ. 792G· τὸ μεσηγὺ ἥματος, τὸ [[μέσον]] τῆς ἡμέρας, ἡ [[μεσημβρία]], μεσημέρι, Θεόκρ. 25. 216, πρβλ. 237. IV. ἐπὶ ποιότητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 19. 12. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἱπποκρ. [ῠ πλὴν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Δ. 845, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε...] | |lstext='''μεσηγύ''': Ἐπικ. μεσσηγύ, πρὸ φωνήεντος ἢ [[χάριν]] τοῦ μέτρου μεσσηγύς, - ἅπαντα παρ’ Ὁμ.: μεσηγὺς μόνον ἐν Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 19· Ι. Ἐπίρρ. τόπου, 1) ἀπολ., ἐν τῷ μέσῳ, [[μεταξύ]], [[οὐδέ]] τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521, πρβλ. Λ. 573· οὕτω, τὸ μεσηγὺ Θέογν. 553. 2) συνηθέστερον [[μετὰ]] γεν., [[μεταξύ]], «ἀνάμεσα», ὤμων μ. Ἰλ. Θ. 259· Κουρήτων τε μ. καὶ Αἰτωλῶν Ι. 549· μ. γαίης τε καὶ οὐρανοῦ Ε. 769· μ. Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 845· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 417. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ [[μεταξύ]], [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., μηδέ τι μεσσηγύς γε... πάθῃσιν Ὀδ. Η. 195. 2) μεσηγὺ τούτου χρόνου Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ [[μεσηγύ]], τὸ ἐν μέσῳ [[μέρος]], τὸ [[μεταξύ]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 108, Ἱππ. 792G· τὸ μεσηγὺ ἥματος, τὸ [[μέσον]] τῆς ἡμέρας, ἡ [[μεσημβρία]], μεσημέρι, Θεόκρ. 25. 216, πρβλ. 237. IV. ἐπὶ ποιότητος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 19. 12. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἱπποκρ. [ῠ πλὴν ἐν ἄρσει, Ὀδ. Δ. 845, μεσσηγὺς Ἰθάκης τε...] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[μεσσηγύ]] <i>ou</i> [[μεσηγύς]] <i>ou</i> [[μεσσηγύς]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> au milieu, avec un gén. au milieu de;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> dans l’intervalle, en attendant ; <i>adv.</i> • τὸ [[μεσηγύ]] pendant l’intervalle de temps.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], -ηγυς, p. -ηκυς. | |||
}} | }} |