3,277,300
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμένω''': [[μένω]] [[ὁμοῦ]], διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν [[εἶναι]] καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο [[πόλεων]], οὕτω… [[μάλιστα]] συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ [[φιλία]]) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, [[διαμένω]], διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ [[πόλις]] [[αὐτόθι]] 8. 5, 5· πρβλ. [[μένω]] Ι. 5. | |lstext='''συμμένω''': [[μένω]] [[ὁμοῦ]], διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν [[εἶναι]] καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο [[πόλεων]], οὕτω… [[μάλιστα]] συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ [[φιλία]]) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, [[διαμένω]], διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ [[ὁμαιχμία]] Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ [[πόλις]] [[αὐτόθι]] 8. 5, 5· πρβλ. [[μένω]] Ι. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rester uni, compact ; <i>abs.</i> rester ferme, consistant.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μένω]]. | |||
}} | }} |