μανότης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μανότης''': -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ [[πυκνότης]], [[χαλαρότης]] συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. [[ὀλιγότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «[[μανότης]]· [[ἀραιότης]]» Ἡσύχ.
|lstext='''μανότης''': -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ [[πυκνότης]], [[χαλαρότης]] συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. [[ὀλιγότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «[[μανότης]]· [[ἀραιότης]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />défaut de consistance, de densité.<br />'''Étymologie:''' [[μανός]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[πυκνότης]].
}}
}}