μηλοφύλαξ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.
|lstext='''μηλοφύλαξ''': [ῠ], -ακος, ὁ καὶ ἡ, ὁ φυλάττων πρόβατα, Ἀνθ. Πλαν. 233· ἢ μῆλα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 742.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien de brebis <i>ou</i> de chèvres, berger, chevrier.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[φύλαξ]].
}}
}}