ἀκούω: Difference between revisions

3,101 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκούω''': [ᾰ]: Ἐπ. παρατ. ἄκουον, Ἰλ. Μ, 442, μέλλ. ἀκούσομαι (ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἀκούσω κατὰ πρῶτον ἀπαντᾶ παρ’ Ἀλεξανδρίνοις συγγραφ. ὡς Λυκόφρ. 378, 686, Ἑβδ., Διον. Ἁλ., κτλ.· πρβλ. Winer Γραμματ. τῆς Κ. Δ. σ. 99, τοῦ Veitch τὰ ἀνώμαλα Ἑλλ. ῥήματα ἐν λέξ.): ― ἀόρ. ἤκουσα, Ἐπ. ἄκουσα, Ἰλ. Ω. 223: ― πρκμ. ἀκήκοα, Λακων. ἄκουκα, Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, Ἆγις 21: ― μεταγεν. ἤκουκα: ὑπερσ. ἀκηκόειν, Ἡρόδ. 2. 57., 7. 208, Λυκοῦργ. 15· ἠκηκόειν, Ξεν. Οἰκ. 15. 5· παλαιὰ Ἀττ. ἠκηκόη, Ἀριστοφ. Σφ. 800, Εἰρ. 616 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.)· ἀκηκόη, Πλάτ. Kρατ. 384Β. ― Σπάν. κατὰ μέσ. τύπον, ἐνεστ. (ἴδε κατωτέρω II, 2), Ἐπ. παρατ. ἀκούετο, Ἰλ. Δ. 331: ἀόρ. ἠκουσάμην, Μόσχ. 3. 120. ― Παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι, Πλάτ. Πολ. 507D: ἀόρ. ἠκούσθην, Θουκ. 3. 38, Λουκ.: ― πρκμ. ἤκουσμαι, Διον. Ἁλ. Ρητ. 11. 10, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 4· τὸ ἀκήκουσμαι, ἐν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 49 διωρθώθη ἤδη. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ΚΟΥ, ὅ ἐ. ΚΟF [[μετὰ]] προθεματικοῦ α· πρβλ. [[κοέω]], [[ἀκοή]]). Ἀκούω, Ὅμηρ., κτλ.: τό: κλύειν, ἀκοῦσαι (Αἰσχύλ. Χο. 5.) ἐμπαίζεται ὡς ταυτολογία ὑπὸ Ἀριστοφ. (Βάτρ. 1173 κἑξ.), ἀλλὰ πρβλ. ΙΙ. 3. ― Συντάσσεται [[κυρίως]] μετ’ αἰτ. τοῦ ἀκουσθέντος πράγματος, καὶ γενικῆς τοῦ προσώπου παρ’ οὗ ἠκούσθη τὸ ἀκουσθέν, ― ὡς [[ταῦτα]] Καλυψοῦς ἤκουσα, Ὀδ. Μ. 389, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 43, κτλ., ἡ δὲ γεν. τοῦ προσώπου [[πολλάκις]] παραλείπεται, πάντ’ ἀκήκοας λόγον, ὁ αὐτ. Αἴ. 480, κτλ., ἢ ἡ αἰτιατ. τοῦ πράγματος ἄκουε τοῦ θανόντος, Α. Ἠλ. 643· πρβλ. 644: ― [[συχνάκις]] [[ὅμως]] μ. γεν. πράγματος, φθογγῆς, κτύπου, ἀκούειν αὐτήν, ἔχειν τὸν ἦχον αὐτῶν, Ὀδ. Μ. 198., Φ. 237, λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1887. β) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[ἀκούω]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νὰ λέγωσι [[περί]] τινος, ἀκ. πατρός, Ὀδ. Δ. 114· εἰς τοῦτο [[συχνάκις]] προστίθεται [[μετοχή]], ἀκ. πατρὸς τεθνηῶτος, Α. 289, κτλ., [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς ἐννοίας μετ’ αἰτ., [[αὐτόθι]] 287· τοῦτο κοινῶς παρὰ πεζοῖς [[εἶναι]], ἀκ. [[περί]] τινος, ὡς κατὰ πρῶτον ἐν Ὀδ. Τ. 270, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 964. γ) παρὰ πεζοῖς τὸ [[πρόσωπον]] παρ’ οὗ τὸ ἀκουσθὲν ἠκούσθη [[συχνάκις]] λαμβάνει πρόθεσιν, ὡς ἀκούειν τι ἀπό, ἐκ, [[παρά]], [[πρός]] τινος, ὡς πρῶτον ἐν Ἰλ. Ζ. 524, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 62, Σοφ. Ο. Τ. 7. 95, Θουκ. 1. 125· [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὡς ἐν Ἰλ. Π. 515, Σοφ. Ἠλ. 227. δ) οὐχὶ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] διπλῆς γεν. προσώπ. καὶ πράγ., [[ἀκούω]] [[περί]] τινος πράγματος [[παρά]] τινος προσώπου, ὡς ἐν Ὀδ. Ρ. 115, Δημ. 228, 12 ε) ἡ [[πρᾶξις]] ἢ [[κατάστασις]] τοῦ προσώπου ἢ πράγματος προστίθεται κατὰ μετοχ. ἢ ἀπαρ., ― κατὰ μετοχήν, [[ὁπότε]] τὸ ἀκούειν ἰσοδυναμεῖ πρὸς βεβαίαν γνῶσιν, ἄλλως κατ’ ἀπαρέμφ., ὡς εἰ πτώσσοντας ὑφ’ Ἕκτορι πάντας ἀκούσαι, ἂν ἤθελεν ἀκούσῃ (μάθῃ) ὅτι πάντες νῦν τρέμουσιν ὑποπτήσσοντες ὑπὸ τὸν Ἕκτορα, Ἰλ. Η. 129· πρβλ. Ἡρόδ. 7. 10, 8, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12., Δημ. 31. 3., ἀλλὰ ἀκ. αὐτὸν ὄλβιον [[εἶναι]], [[ἀκούω]] [[[καθόλου]]] ὅτι αὐτὸς [[εἶναι]] [[εὐτυχής]], Ἰλ. Ω. 543· πρβλ. Ξεν Ἀν. 2. 5, 13, κτλ.: ― τοῦτο [[συχνάκις]] μετατρέπεται εἰς τὸ ἀκούεν ὅτι ἢ ὡς [[μετὰ]] παρεμφατικοῦ ῥήματος ὡς ἐν Ὀδ. Γ. 193, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 33· ὡσάυτως ἀκ. [[οὕνεκα]], Σοφ. Ο. Κ. 33. ς) [[μετὰ]] γενικῆς καὶ μετοχ. πρὸς ἔκφρασιν ἐκείνου, τὸ ὁποῖον πράγματι ἀκούει τις διὰ τῶν ἰδίων αὑτοῦ ὤτων [[παρά]] τινος προσώπου, ταῦτ’... ἤκουον σαφῶς Ὀδυσσέως λέγοντος, Σοφ. Φ. 595· ἀκ. τινὸς λέγοντος, διαλεγομένου, Πλάτ. Πρωτ. 320Β. Ξεν. Ἀπομ. 2. 4. 1. ― Ὁ Ὅμ. [[ἅπαξ]] μεταχειρίζεται τὸ [[μέσον]] ἀντὶ τοῦ ἐνεργ., ἀκούετο [[λαός]] ἀϋτῆς, Ἰλ. Δ. 331. 2) [[γνωρίζω]] ἐξ ἀκοῆς, ἔξοιδ’ ἀκούων, Σοφ. Ο. Τ. 105· ἡ [[σημασία]] αὕτη [[ἐνίοτε]] φαίνεται ὅτι περιέχει χρῆσιν τοῦ ἐνεστῶτος μετ’ ἐννοίας παρακειμένου, νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις, Ὀδ. Ο. 403· πρβλ. Γ. 193 καὶ οὕτω παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Πλάτ. Γοργ. 503C., Πολ. 407Α., Λουκ. Ἐνύπ. 13. 3) ἀπολύτως, [[ἀκούω]], [[προσέχω]], ἰδίως ἐν ἀρχῇ κηρύγματος, ἀκούετε λεῴ, ἀκούσατε, προσέξατε, ἴδε λαὸς Ι. ἐν τέλ.: περὶ τοῦ Σοφ. Ο. Τ. 1387, ἴδε [[πηγή]] 2. 4) οἱ ἀκούοντες, οἱ ἀναγνῶσται βιβλίου τινός, Πολύβ. 1, 13, 6, καὶ ἀλλ. ΙΙ. δίδω προσοχὴν εἰς τὴν παράκλησίν τινος, μ. γεν. Ἰλ. Α. 381, κτλ.· σπανίως μ. δοτ. ἀκούεν ἀνέρι κηδομένω, προσέχειν εἰς τοὺς λόγους [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Π. 515, κατὰ [[σχῆμα]] ἀνακόλουθον [[μετὰ]] γεν. μετοχ. ἀκολουθούσης δοτικήν, [[ὅττι]] οἱ ὦκ’ ἤκουσε... θεὸς εὐξαμένοιο, [[αὐτόθι]] 531. 2) [[ὑπακούω]], βασιλῆος, θεοῦ, Ἰλ. Τ. 256, Ὀδ. Η. 11· οὕτω, τὸ μέσ. Λεωφίλου δ’ ἀκούεται [πάντα], Ἀρχίλ. 69. 3) [[ἀκούω]] καὶ ἐννοῶ, κλύοντες οὐκ ἤκουον, Αἰσχύλ. Πρ. 448. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ εὖ ἢ κακῶς λέγειν τινά, [[ἀκούω]] ἐμαυτὸν καλούμενον [[καλῶς]] ἢ κακῶς, ὡς τὸ Λατ. audire, [[εἴπερ]] ὄρθ’ ἀκούεις, Ζεῦ, Σοφ. Ο. Τ. 903 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 161)· κακῶς ἀκ. ὑπό τινος, κακολογοῦμαι ὑπό τινος, [[πρός]] τινος, Ἡρόδ. 7. 16, 1· [[περί]] τινος, διὰ πρᾶγμά τι, ὁ αὐτ. 6. 86, 1· εὖ, κακῶς, ἄριστα ἀκ., Λατ. bene, male audire, Ἡρόδ. 2. 173, 8. 93, Σοφ. Φ. 1313, Ἀντιφῶν 138, 13, κτλ. 2) μετ’ ὀνομαστ. τοῦ ὑποκειμ. ἀκούειν κακός, [[καλός]], Σοφ. Ο. Κ. 988, Πλάτ. Λύσ. 207Α· νῦν κόλακες καὶ θεοῖς ἐχθροί... ἀκούουσι, Δημ. 241, 13. κτλ. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρεμφ. ἤκουον [[εἶναι]] πρῶτοι, = ἐλέγοντο ἢ ἐνομίζοντο ὅτι ἦσαν πρῶτοι, Ἡρόδ. 3. 131· οὕτω καὶ ἀκούσομαι μὲν ὡς ἔφυν οἴκτου [[πλέως]], Σοφ. Φ. 1074. 4) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀκ. κακά, [[ἀκούω]] νὰ λέγωνται κακὰ [[ἐναντίον]] μου ὑπό τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 388· πρβλ. Σοφ. Φ. 607· οὕτω καὶ ἀκ. λόγον ἐσλόν, Πινδ. Ι. 4. (5) 17· φήμας... κακὰς ἤκουσεν, Εὐρ. Ἑλ. 615. 5) [[οὕτως]] ἀκ., [[ἀκούω]] τι οὕτω λεγόμενον, ὅ ἐ. τοιαύτη [[εἶναι]] ἡ πρώτη [[ἐντύπωσις]], Οὐόλφ. εἰς Δημ. Λεπτ. 235. Schäf. Μελ. 80· ὡς οὕτω γ’ ἀκοῦσαι, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Β· ὥς γε οὑτωσὶ ἀκοῦσαι, ὁ αὐτ. Λύσ. 216Α· IV. Παρὰ Σχολιασταῖς, ἐννοῶ τι, [[οὕτως]] ἢ [[οὕτως]], προσυπονοῶ, Λατ. subaudire, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὄρ. 333· τι ἐπί τινος, Σχόλ. εἰς Ἱππ. 73· [[οὕτως]] [[ἀκουστέον]], Σχόλ. εἰς Ὀρ. 1289, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 86.
|lstext='''ἀκούω''': [ᾰ]: Ἐπ. παρατ. ἄκουον, Ἰλ. Μ, 442, μέλλ. ἀκούσομαι (ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] ἀκούσω κατὰ πρῶτον ἀπαντᾶ παρ’ Ἀλεξανδρίνοις συγγραφ. ὡς Λυκόφρ. 378, 686, Ἑβδ., Διον. Ἁλ., κτλ.· πρβλ. Winer Γραμματ. τῆς Κ. Δ. σ. 99, τοῦ Veitch τὰ ἀνώμαλα Ἑλλ. ῥήματα ἐν λέξ.): ― ἀόρ. ἤκουσα, Ἐπ. ἄκουσα, Ἰλ. Ω. 223: ― πρκμ. ἀκήκοα, Λακων. ἄκουκα, Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, Ἆγις 21: ― μεταγεν. ἤκουκα: ὑπερσ. ἀκηκόειν, Ἡρόδ. 2. 57., 7. 208, Λυκοῦργ. 15· ἠκηκόειν, Ξεν. Οἰκ. 15. 5· παλαιὰ Ἀττ. ἠκηκόη, Ἀριστοφ. Σφ. 800, Εἰρ. 616 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.)· ἀκηκόη, Πλάτ. Kρατ. 384Β. ― Σπάν. κατὰ μέσ. τύπον, ἐνεστ. (ἴδε κατωτέρω II, 2), Ἐπ. παρατ. ἀκούετο, Ἰλ. Δ. 331: ἀόρ. ἠκουσάμην, Μόσχ. 3. 120. ― Παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι, Πλάτ. Πολ. 507D: ἀόρ. ἠκούσθην, Θουκ. 3. 38, Λουκ.: ― πρκμ. ἤκουσμαι, Διον. Ἁλ. Ρητ. 11. 10, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 4· τὸ ἀκήκουσμαι, ἐν Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 49 διωρθώθη ἤδη. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ΚΟΥ, ὅ ἐ. ΚΟF [[μετὰ]] προθεματικοῦ α· πρβλ. [[κοέω]], [[ἀκοή]]). Ἀκούω, Ὅμηρ., κτλ.: τό: κλύειν, ἀκοῦσαι (Αἰσχύλ. Χο. 5.) ἐμπαίζεται ὡς ταυτολογία ὑπὸ Ἀριστοφ. (Βάτρ. 1173 κἑξ.), ἀλλὰ πρβλ. ΙΙ. 3. ― Συντάσσεται [[κυρίως]] μετ’ αἰτ. τοῦ ἀκουσθέντος πράγματος, καὶ γενικῆς τοῦ προσώπου παρ’ οὗ ἠκούσθη τὸ ἀκουσθέν, ― ὡς [[ταῦτα]] Καλυψοῦς ἤκουσα, Ὀδ. Μ. 389, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 43, κτλ., ἡ δὲ γεν. τοῦ προσώπου [[πολλάκις]] παραλείπεται, πάντ’ ἀκήκοας λόγον, ὁ αὐτ. Αἴ. 480, κτλ., ἢ ἡ αἰτιατ. τοῦ πράγματος ἄκουε τοῦ θανόντος, Α. Ἠλ. 643· πρβλ. 644: ― [[συχνάκις]] [[ὅμως]] μ. γεν. πράγματος, φθογγῆς, κτύπου, ἀκούειν αὐτήν, ἔχειν τὸν ἦχον αὐτῶν, Ὀδ. Μ. 198., Φ. 237, λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1887. β) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμένου, [[ἀκούω]] [[περί]] τινος, [[ἀκούω]] νὰ λέγωσι [[περί]] τινος, ἀκ. πατρός, Ὀδ. Δ. 114· εἰς τοῦτο [[συχνάκις]] προστίθεται [[μετοχή]], ἀκ. πατρὸς τεθνηῶτος, Α. 289, κτλ., [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς ἐννοίας μετ’ αἰτ., [[αὐτόθι]] 287· τοῦτο κοινῶς παρὰ πεζοῖς [[εἶναι]], ἀκ. [[περί]] τινος, ὡς κατὰ πρῶτον ἐν Ὀδ. Τ. 270, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 964. γ) παρὰ πεζοῖς τὸ [[πρόσωπον]] παρ’ οὗ τὸ ἀκουσθὲν ἠκούσθη [[συχνάκις]] λαμβάνει πρόθεσιν, ὡς ἀκούειν τι ἀπό, ἐκ, [[παρά]], [[πρός]] τινος, ὡς πρῶτον ἐν Ἰλ. Ζ. 524, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 62, Σοφ. Ο. Τ. 7. 95, Θουκ. 1. 125· [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὡς ἐν Ἰλ. Π. 515, Σοφ. Ἠλ. 227. δ) οὐχὶ [[συχνάκις]] [[μετὰ]] διπλῆς γεν. προσώπ. καὶ πράγ., [[ἀκούω]] [[περί]] τινος πράγματος [[παρά]] τινος προσώπου, ὡς ἐν Ὀδ. Ρ. 115, Δημ. 228, 12 ε) ἡ [[πρᾶξις]] ἢ [[κατάστασις]] τοῦ προσώπου ἢ πράγματος προστίθεται κατὰ μετοχ. ἢ ἀπαρ., ― κατὰ μετοχήν, [[ὁπότε]] τὸ ἀκούειν ἰσοδυναμεῖ πρὸς βεβαίαν γνῶσιν, ἄλλως κατ’ ἀπαρέμφ., ὡς εἰ πτώσσοντας ὑφ’ Ἕκτορι πάντας ἀκούσαι, ἂν ἤθελεν ἀκούσῃ (μάθῃ) ὅτι πάντες νῦν τρέμουσιν ὑποπτήσσοντες ὑπὸ τὸν Ἕκτορα, Ἰλ. Η. 129· πρβλ. Ἡρόδ. 7. 10, 8, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12., Δημ. 31. 3., ἀλλὰ ἀκ. αὐτὸν ὄλβιον [[εἶναι]], [[ἀκούω]] [[[καθόλου]]] ὅτι αὐτὸς [[εἶναι]] [[εὐτυχής]], Ἰλ. Ω. 543· πρβλ. Ξεν Ἀν. 2. 5, 13, κτλ.: ― τοῦτο [[συχνάκις]] μετατρέπεται εἰς τὸ ἀκούεν ὅτι ἢ ὡς [[μετὰ]] παρεμφατικοῦ ῥήματος ὡς ἐν Ὀδ. Γ. 193, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 33· ὡσάυτως ἀκ. [[οὕνεκα]], Σοφ. Ο. Κ. 33. ς) [[μετὰ]] γενικῆς καὶ μετοχ. πρὸς ἔκφρασιν ἐκείνου, τὸ ὁποῖον πράγματι ἀκούει τις διὰ τῶν ἰδίων αὑτοῦ ὤτων [[παρά]] τινος προσώπου, ταῦτ’... ἤκουον σαφῶς Ὀδυσσέως λέγοντος, Σοφ. Φ. 595· ἀκ. τινὸς λέγοντος, διαλεγομένου, Πλάτ. Πρωτ. 320Β. Ξεν. Ἀπομ. 2. 4. 1. ― Ὁ Ὅμ. [[ἅπαξ]] μεταχειρίζεται τὸ [[μέσον]] ἀντὶ τοῦ ἐνεργ., ἀκούετο [[λαός]] ἀϋτῆς, Ἰλ. Δ. 331. 2) [[γνωρίζω]] ἐξ ἀκοῆς, ἔξοιδ’ ἀκούων, Σοφ. Ο. Τ. 105· ἡ [[σημασία]] αὕτη [[ἐνίοτε]] φαίνεται ὅτι περιέχει χρῆσιν τοῦ ἐνεστῶτος μετ’ ἐννοίας παρακειμένου, νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται, εἴ που ἀκούεις, Ὀδ. Ο. 403· πρβλ. Γ. 193 καὶ οὕτω παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Πλάτ. Γοργ. 503C., Πολ. 407Α., Λουκ. Ἐνύπ. 13. 3) ἀπολύτως, [[ἀκούω]], [[προσέχω]], ἰδίως ἐν ἀρχῇ κηρύγματος, ἀκούετε λεῴ, ἀκούσατε, προσέξατε, ἴδε λαὸς Ι. ἐν τέλ.: περὶ τοῦ Σοφ. Ο. Τ. 1387, ἴδε [[πηγή]] 2. 4) οἱ ἀκούοντες, οἱ ἀναγνῶσται βιβλίου τινός, Πολύβ. 1, 13, 6, καὶ ἀλλ. ΙΙ. δίδω προσοχὴν εἰς τὴν παράκλησίν τινος, μ. γεν. Ἰλ. Α. 381, κτλ.· σπανίως μ. δοτ. ἀκούεν ἀνέρι κηδομένω, προσέχειν εἰς τοὺς λόγους [[αὐτοῦ]], Ἰλ. Π. 515, κατὰ [[σχῆμα]] ἀνακόλουθον [[μετὰ]] γεν. μετοχ. ἀκολουθούσης δοτικήν, [[ὅττι]] οἱ ὦκ’ ἤκουσε... θεὸς εὐξαμένοιο, [[αὐτόθι]] 531. 2) [[ὑπακούω]], βασιλῆος, θεοῦ, Ἰλ. Τ. 256, Ὀδ. Η. 11· οὕτω, τὸ μέσ. Λεωφίλου δ’ ἀκούεται [πάντα], Ἀρχίλ. 69. 3) [[ἀκούω]] καὶ ἐννοῶ, κλύοντες οὐκ ἤκουον, Αἰσχύλ. Πρ. 448. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ εὖ ἢ κακῶς λέγειν τινά, [[ἀκούω]] ἐμαυτὸν καλούμενον [[καλῶς]] ἢ κακῶς, ὡς τὸ Λατ. audire, [[εἴπερ]] ὄρθ’ ἀκούεις, Ζεῦ, Σοφ. Ο. Τ. 903 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 161)· κακῶς ἀκ. ὑπό τινος, κακολογοῦμαι ὑπό τινος, [[πρός]] τινος, Ἡρόδ. 7. 16, 1· [[περί]] τινος, διὰ πρᾶγμά τι, ὁ αὐτ. 6. 86, 1· εὖ, κακῶς, ἄριστα ἀκ., Λατ. bene, male audire, Ἡρόδ. 2. 173, 8. 93, Σοφ. Φ. 1313, Ἀντιφῶν 138, 13, κτλ. 2) μετ’ ὀνομαστ. τοῦ ὑποκειμ. ἀκούειν κακός, [[καλός]], Σοφ. Ο. Κ. 988, Πλάτ. Λύσ. 207Α· νῦν κόλακες καὶ θεοῖς ἐχθροί... ἀκούουσι, Δημ. 241, 13. κτλ. 3) [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρεμφ. ἤκουον [[εἶναι]] πρῶτοι, = ἐλέγοντο ἢ ἐνομίζοντο ὅτι ἦσαν πρῶτοι, Ἡρόδ. 3. 131· οὕτω καὶ ἀκούσομαι μὲν ὡς ἔφυν οἴκτου [[πλέως]], Σοφ. Φ. 1074. 4) μετ’ αἰτιατ. πράγματος, ἀκ. κακά, [[ἀκούω]] νὰ λέγωνται κακὰ [[ἐναντίον]] μου ὑπό τινος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 388· πρβλ. Σοφ. Φ. 607· οὕτω καὶ ἀκ. λόγον ἐσλόν, Πινδ. Ι. 4. (5) 17· φήμας... κακὰς ἤκουσεν, Εὐρ. Ἑλ. 615. 5) [[οὕτως]] ἀκ., [[ἀκούω]] τι οὕτω λεγόμενον, ὅ ἐ. τοιαύτη [[εἶναι]] ἡ πρώτη [[ἐντύπωσις]], Οὐόλφ. εἰς Δημ. Λεπτ. 235. Schäf. Μελ. 80· ὡς οὕτω γ’ ἀκοῦσαι, Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Β· ὥς γε οὑτωσὶ ἀκοῦσαι, ὁ αὐτ. Λύσ. 216Α· IV. Παρὰ Σχολιασταῖς, ἐννοῶ τι, [[οὕτως]] ἢ [[οὕτως]], προσυπονοῶ, Λατ. subaudire, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὄρ. 333· τι ἐπί τινος, Σχόλ. εἰς Ἱππ. 73· [[οὕτως]] [[ἀκουστέον]], Σχόλ. εἰς Ὀρ. 1289, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 86.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀκούσομαι, <i>ao.</i> [[ἤκουσα]], <i>pf.</i> [[ἀκήκοα]], <i>pqp.</i> [[ἠκηκόειν]], <i>att.</i> [[ἠκηκόη]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀκουσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠκούσθην]], <i>pf.</i> ἄκουσμαι, <i>pqp.</i> ἠκούσμην;<br /><i>A.</i> entendre :<br /><b>I.</b> <i>en gén. avec un gén. de <i>pers.</i> et un gén. ou un acc. de chose</i> : ἀ. πατρός OD entendre parler de son père ; ἀκούειν [[περί]] τινος ATT entendre parler de qqn <i>ou</i> de qch ; [[εἰ]] [[δέ]] [[κε]] τεθνηῶτος ἀκούσῃς OD si tu apprenais qu’il fût mort ; ἀκούει τοὺς πολεμίους προσιόντας XÉN il apprend que l’ennemi s’avance ; ἀκούειν αὐτὸν ὄλβιον [[εἶναι]] IL apprendre qu’il est heureux;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> entendre dire, savoir par ouï-dire : ἤκουε καλὸν κἀγαθὸν αὐτὸν [[εἶναι]] XÉN il entendait dire qu’il était parfait ; <i>abs.</i> ἔξοιδ’ ἀκούων SOPH je le sais pour l’entendre dire ; εἴ που ἀκούεις OD peut-être le sais-tu par ouï-dire ? (<i>lat.</i> fando audire);<br /><b>2</b> apprendre <i>en gén.</i><br /><b>3</b> entendre, comprendre : κλύοντες [[οὐκ]] [[ἄκουον]] ESCHL entendant, ils ne comprenaient pas;<br /><b>B.</b> prêter l’oreille à, écouter, <i>d’où</i><br /><b>1</b> déférer à, exaucer, <i>gén., rar. dat.</i><br /><b>2</b> obéir à, gén.;<br /><b>C.</b> entendre parler de soi en bien <i>ou</i> en mal, avoir une réputation bonne <i>ou</i> mauvaise : [[εὖ]] ἀκούειν être loué (<i>cf. lat.</i> bene, male audire) ; καλὰ ἀκούειν XÉN recevoir des éloges ; αἰσχρὰ ἀκούειν SOPH, [[κακῶς]] ἀκούειν PLUT, [[φλαύρως]] ἀκούειν HDT être décrié <i>ou</i> blâmé ; ἀκούειν [[πρός]] τινος [[κακῶς]] HDT, [[κακῶς]] ἀκούειν [[ὑπό]] τινος LYS être décrié par qqn ; [[κακῶς]] ἀκούειν [[ἐπί]] τινι PLUT avoir mauvaise réputation à cause de qqn ; ἀκούειν [[οὕτως]] δεινὸν [[πρᾶγμα]] LYS être accusé d’un crime tellement abominable ; [[εὖ]] ἀκούειν [[περί]] τινος HDT être loué pour qch ; κόλακες καὶ ἐχθροὶ καὶ πάντα ἤκουον DÉM ils s’entendaient appeler flatteurs et ennemis et tout ce qu’on voudra ; <i>qqf accompagné de l’inf.</i> ἤκουον [[εἶναι]] πρῶτοι HDT ils passaient pour être les premiers;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀκούομαι (<i>impf.</i> ἠκουόμην) entendre, écouter, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. ΚοϜ &gt; κου- et κο-, faire attention, cf. [[κοέω]] -- DELG anc. explication : de *ἀκ-ουσ-jω tendre l’oreille, de ἀκ- et [[οὖς]] ; explic. actuelle : <i>got.</i> hausjan « entendre » ; cf. [[κοέω]].
}}
}}