ἀπόλεμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόλεμος''': Ἐπ. [[ἀπτόλεμος]], ον, ὁ [[ἄπειρος]] πολέμου, ὁ μὴ [[πολεμικός]], ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, [[ἀπτόλεμος]] καὶ [[ἄναλκις]] Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ [[πολεμικός]], ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, [[εὐνομία]] Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· [[ἡσυχία]] Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. [[ἄμαχος]], [[ἀήττητος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. [[ἀπόλεμος]] ὅδε γ’ ὁ [[πόλεμος]], [[ἄνευ]] τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133.
|lstext='''ἀπόλεμος''': Ἐπ. [[ἀπτόλεμος]], ον, ὁ [[ἄπειρος]] πολέμου, ὁ μὴ [[πολεμικός]], ἀκτάλληλος πρὸς πόλεμον, [[ἀπτόλεμος]] καὶ [[ἄναλκις]] Ἰλ. Β. 201, κτλ. πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 4, 1· ἀπολέμῳ χειρὶ λείψεις βίον, ὃ ἐ. διὰ χειρὸς γυναικός, Εὐρ. Ἑκ. 1034. 2) ὁ μὴ [[πολεμικός]], ὁ τὴν εἰρήνην φιλῶν, [[εὐνομία]] Πινδ. Π. 89· εὐναὶ Εὐρ. Μήδ. 641· [[ἡσυχία]] Διον. Ἁλ. 2. 76 κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπολέμως ἴσχειν, ἀπολέμως ἔχειν. Πλάτ. Πολιτικ. 307Ε. ΙΙ. [[ἄμαχος]], [[ἀήττητος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 769, Χο. 54. ΙΙΙ. [[ἀπόλεμος]] ὅδε γ’ ὁ [[πόλεμος]], [[ἄνευ]] τινὸς ἐλπίδος ἐπιτυχίας ὡς γινόμενος πρὸς κρείσσονας, ὁ αὐτ. Πρ. 904 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[χάριν]] τοῦ μέτρου προτείνει ἀπολέμιστος), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1133.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui ne fait pas la guerre :<br /><b>1</b> non belliqueux, pacifique;<br /><b>2</b> impropre à la guerre;<br /><b>II.</b> qu’on ne peut vaincre à la guerre, invincible;<br /><b>III.</b> [[πόλεμος]] [[ἀπόλεμος]] ESCHL guerre qui n’est pas une guerre, <i>càd</i> qu’on ne peut soutenir, funeste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πόλεμος]].
}}
}}