παλίμπλυτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπλυτος''': -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια [[ἑαυτοῦ]], Ἀνθ. Π. 7. 708.
|lstext='''πᾰλίμπλυτος''': -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια [[ἑαυτοῦ]], Ἀνθ. Π. 7. 708.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lave pour refaire, <i>càd, fig.</i> plagiaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλύνω]].
}}
}}