ἀλγηδών: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλγηδών''': -όνος, ἡ, [[αἴσθημα]] πόνου, [[πόνος]], [[ὀδύνη]] τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· [[ὀδύνη]] τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, [[ὀδύνη]], [[θλῖψις]], [[λύπη]], Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως [[χαιρηδών]], πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
|lstext='''ἀλγηδών''': -όνος, ἡ, [[αἴσθημα]] πόνου, [[πόνος]], [[ὀδύνη]] τοῦ σώματος, Ἡρόδ. 5. 18, Εὐρ. Μήδ. 24, Πλάτ. Πρωτ. 354Β· [[ὀδύνη]] τις ἢ ἀλγ., ὁ αὐτ. Πολ. 413Β, Φαίδ. 65C. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πόνου, [[ὀδύνη]], [[θλῖψις]], [[λύπη]], Σοφ. Ο. Κ. 215, Εὐρ. Μήδ. 56, καὶ ἀλλ. (πρὸς τὴν κατάλ. -ηδών, ταύτης καὶ τῆς λέξεως [[χαιρηδών]], πρβλ. τὰς Λατ. torpedo, lib-ido, cup-ido).
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br /><b>1</b> souffrance physique;<br /><b>2</b> souffrance morale, douleur, peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλγέω]].
}}
}}