σκοπιά: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκοπιά''': Ἰων. -ιή, ἡ, ([[σκοπός]], [[σκοπέω]]) [[τόπος]] ὑψηλὸς ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ παρατηρῇ ἢ φυλάττῃ ἢ κατσκοπεύῃ, παρ’ Ὁμήρ. αείποτε σημαίνει κορυφὴν ὄρους, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Ὀδ. Κ. 97· ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Ἰλ. Δ. 275, Ὀδ. Δ. 524· ἥμενος ἐν σκοπιῇ Ἰλ. Ε. 771· ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, νὰ ἀπέλθῃ [[ἕκαστος]] εἰς τὴν θέσιν του [[ὅπως]] φυλάττῃ, Ὀδ. Ξ. 261· [[ἄγγελος]] … ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκ. Θέογν. 550· ἐπὶ τοῦ Κιθαιρῶνος, Σιμωνίδ. 130· ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Σοφ. Ἀποσπ. 229· [[Ἰλιὰς]] σκ., ἐπὶ τῆς Τρωϊκῆς ἀκροπόλεως, Εὐρ. Ἑκ. 931, πρβλ. Φοιν. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 281, κτλ. καὶ ἴδε [[σκόπελος]]. 2) μεταφορ. τὸ [[ὕψος]] ἢ τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, Πινδ. Ν. 9.112.<br />3) παρὰ πεζογράφοις [[ἁπλῶς]], [[πύργος]] ἐν ᾧ ἀγρυπνοῦσι φύλακες, Λατ. specula, Ἡρόδ. 2. 15· [[ὥσπερ]] ἀπὸ σκ. μοι φαίνεται Πλάτ. Πολ. 445C. ΙΙ. [[φυλακή]], [[προσοχή]], [[ἀγρυπνία]], σκοπιὴν ἔχειν, φυλάττειν, ἀγρυπνεῖν, Ὀδ. Θ. 302· οὔ κῃ … σκ. ἔχοντες τούτων Ἡρόδ. 5. 13· κρυπταὶ σκ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 10, πρβλ. Ἄρατ. 883. ΙΙΙ. σκοπιαί, αἱ, = Ὀρειάδες, Welcker παρ’ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σελ. 421. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀκρώρειαι. ὑψηλοὶ τόποι».
|lstext='''σκοπιά''': Ἰων. -ιή, ἡ, ([[σκοπός]], [[σκοπέω]]) [[τόπος]] ὑψηλὸς ἐξ οὗ δύναταί τις νὰ παρατηρῇ ἢ φυλάττῃ ἢ κατσκοπεύῃ, παρ’ Ὁμήρ. αείποτε σημαίνει κορυφὴν ὄρους, σκοπιὴν εἰς παιπαλόεσσαν Ὀδ. Κ. 97· ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν Ἰλ. Δ. 275, Ὀδ. Δ. 524· ἥμενος ἐν σκοπιῇ Ἰλ. Ε. 771· ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι, νὰ ἀπέλθῃ [[ἕκαστος]] εἰς τὴν θέσιν του [[ὅπως]] φυλάττῃ, Ὀδ. Ξ. 261· [[ἄγγελος]] … ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκ. Θέογν. 550· ἐπὶ τοῦ Κιθαιρῶνος, Σιμωνίδ. 130· ἐπὶ τοῦ Ἄθω, Σοφ. Ἀποσπ. 229· [[Ἰλιὰς]] σκ., ἐπὶ τῆς Τρωϊκῆς ἀκροπόλεως, Εὐρ. Ἑκ. 931, πρβλ. Φοιν. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 281, κτλ. καὶ ἴδε [[σκόπελος]]. 2) μεταφορ. τὸ [[ὕψος]] ἢ τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] παντὸς πράγματος, Πινδ. Ν. 9.112.<br />3) παρὰ πεζογράφοις [[ἁπλῶς]], [[πύργος]] ἐν ᾧ ἀγρυπνοῦσι φύλακες, Λατ. specula, Ἡρόδ. 2. 15· [[ὥσπερ]] ἀπὸ σκ. μοι φαίνεται Πλάτ. Πολ. 445C. ΙΙ. [[φυλακή]], [[προσοχή]], [[ἀγρυπνία]], σκοπιὴν ἔχειν, φυλάττειν, ἀγρυπνεῖν, Ὀδ. Θ. 302· οὔ κῃ … σκ. ἔχοντες τούτων Ἡρόδ. 5. 13· κρυπταὶ σκ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 10, πρβλ. Ἄρατ. 883. ΙΙΙ. σκοπιαί, αἱ, = Ὀρειάδες, Welcker παρ’ Ἰακωψ. εἰς Φιλοστρ. Εἰκ. σελ. 421. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀκρώρειαι. ὑψηλοὶ τόποι».
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><b>I.</b> lieu d’où l’on observe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> sommet d’une montagne;<br /><b>2</b> tour d’observation;<br /><b>II.</b> action d’observer, d’épier : σκοπιὴν <i>(ion.)</i> ἔχειν OD être en observation.<br />'''Étymologie:''' [[σκοπός]].
}}
}}