μέτοικος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέτοικος''': -ον, ὁ ἀλλάσσων κατοικίαν, μεταναστεύων, μεταβαίνων καὶ κατοικῶν ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 151· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 57 δίδει τὸ [[ὄνομα]] μέτοικοι, εἰς τὰ νέα πτηνὰ ἁρπαγέντα ἢ διωχθέντα ἐκ τῆς φωλεᾶς αὐτῶν. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[μέτοικος]], ὁ ἡ, [[ξένος]], εἰς ὃν ἐπετράπη νὰ κατοικήσῃ ἐν ξένει πόλει, Αἰσχύλ. Θήβ. 548, Ἱκέτ. 994, Σοφ. κτλ.· [[ξένος]] λόγῳ μ., [[ἐναντίον]] τῷ [[ἐγγενής]], ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 452, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 508, Ἱππ. 347· μ. γῆς, ὁ μετοικήσας εἴς τινα χώραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 319, Χο. 971, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 934· ἐν γῇ Ἀνδοκ. 18, ἐν τέλ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 852, ἐπὶ ζῶντος ἀνθρώπου κεκλεισμένου ἐν τάφῳ, [[ὅστις]] δὲν [[εἶναι]] [[οὔτε]] μεταξὺ τῶν ζώντων [[οὔτε]] μεταξὺ τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ [[ξένος]] μεταξὺ ἑκατέρων· πρβλ. 867, [[μετοικία]] ΙΙ. 2) ἐν Ἀθήναις [[ξένος]] κατοικῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ τελῶν ἐπὶ τούτῳ ὡρισμένον φόρον ([[μετοίκιον]]), ἀλλὰ μὴ μετέχων πολιτικῶν δικαιωμάτων, Λατ. inquilinus, ἀντίθ. τῷ ἀστὸς ἐξ ἑνὸς καὶ ἐξ ἄλλου τῷ [[ξένος]], Θουκ. 2. 13, Ἀνδοκ. 3. 10· πρβλ. Herm. Pol. Ant. §115, καὶ τὰ [[ἐκεῖ]] μνημονευόμενα χωρία.
|lstext='''μέτοικος''': -ον, ὁ ἀλλάσσων κατοικίαν, μεταναστεύων, μεταβαίνων καὶ κατοικῶν ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 151· - ὁ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 57 δίδει τὸ [[ὄνομα]] μέτοικοι, εἰς τὰ νέα πτηνὰ ἁρπαγέντα ἢ διωχθέντα ἐκ τῆς φωλεᾶς αὐτῶν. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[μέτοικος]], ὁ ἡ, [[ξένος]], εἰς ὃν ἐπετράπη νὰ κατοικήσῃ ἐν ξένει πόλει, Αἰσχύλ. Θήβ. 548, Ἱκέτ. 994, Σοφ. κτλ.· [[ξένος]] λόγῳ μ., [[ἐναντίον]] τῷ [[ἐγγενής]], ὁ αὐτ. ἐν Ο.Τ. 452, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 508, Ἱππ. 347· μ. γῆς, ὁ μετοικήσας εἴς τινα χώραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 319, Χο. 971, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 934· ἐν γῇ Ἀνδοκ. 18, ἐν τέλ.· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 852, ἐπὶ ζῶντος ἀνθρώπου κεκλεισμένου ἐν τάφῳ, [[ὅστις]] δὲν [[εἶναι]] [[οὔτε]] μεταξὺ τῶν ζώντων [[οὔτε]] μεταξὺ τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ [[ξένος]] μεταξὺ ἑκατέρων· πρβλ. 867, [[μετοικία]] ΙΙ. 2) ἐν Ἀθήναις [[ξένος]] κατοικῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ τελῶν ἐπὶ τούτῳ ὡρισμένον φόρον ([[μετοίκιον]]), ἀλλὰ μὴ μετέχων πολιτικῶν δικαιωμάτων, Λατ. inquilinus, ἀντίθ. τῷ ἀστὸς ἐξ ἑνὸς καὶ ἐξ ἄλλου τῷ [[ξένος]], Θουκ. 2. 13, Ἀνδοκ. 3. 10· πρβλ. Herm. Pol. Ant. §115, καὶ τὰ [[ἐκεῖ]] μνημονευόμενα χωρία.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> étranger qui vient s’établir qqe part ; <i>avec le gén. du lieu</i> : γῆς ESCHL dans un pays;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> métèque, étranger domicilié dans la cité moyennant une redevance.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[οἶκος]].
}}
}}