3,274,216
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θησαυρός''': ὁ (ἐκ √ΘΕ, [[τίθημι]], [[μετὰ]] τῆς κατλήξ. - αυρος, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι κένταυρος, λάσταυρος): ― τὸ ἀποταμιευθέν, συναχθὲν καὶ ἐν ἀποθήκῃ τηρούμενον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 599, κτλ.· θ. χθονός, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων μετάλλων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 238· θ. εὑρεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4· ἄνθρακες ὁ [[θησαυρός]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀποτυχίας, [[συχν]]. παρὰ Λουκ., ὡς π. χ. ἐν Ζεύξιδι 2· οὕτω, σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Ἀλκίφρ. 2. 3, 13, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Bergler: ― μεταφ., θ. γλώσσης φειδωλῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 717· θ. ὕμνων Πίνδ. Π. 6. 8· κακῶν Εὐρ. Ἴων 923, πρβλ. Ἱππ. Νόμον 2· κόμας... ἱκτήριον θησ. Σοφ. Αἴ. 1175· Διὸς θ., ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Εὐρ. Ἱκέτ. 1010· οἰωνοῖς γλυκὺν θ., ἐπὶ νεκροῦ σώματος, Σοφ. Ἀντ. 30· [[οὕτως]] ἐπὶ συγγραμμάτων, θ., οὕς κατέλιπον ἐν βιβλίοις Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 14· σοφίας θ. Πλάτ. Φίληβ. 16 Ε· τιμῶν ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Β· καλὸς θ. παρ’ ἀνδρὶ σπουδαίῳ [[χάρις]] Ἰσοκρ. 8Β. ΙΙ. [[ἀποθήκη]], [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπισωρεύει τις πράγματα, [[θησαυροφυλάκιον]], Ἡρόδ. 2. 150· τὸ [[θησαυροφυλάκιον]] ναοῦ, ὁ αὐτ. 1. 14, κτλ., πρβλ. Ξεν. 5. 3, 5, Στράβωνα 188, κτλ. 3) [[δοχεῖον]] πολυτίμων πραγμάτων, [[κίστη]], [[κιβώτιον]], [[θήκη]], Ἡρόδ. 7. 190, πρβλ. 9. 106· θ. βελέεσσιν, ἐπὶ φαρέτρας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1022. | |lstext='''θησαυρός''': ὁ (ἐκ √ΘΕ, [[τίθημι]], [[μετὰ]] τῆς κατλήξ. - αυρος, ὡς ἐν ταῖς λέξεσι κένταυρος, λάσταυρος): ― τὸ ἀποταμιευθέν, συναχθὲν καὶ ἐν ἀποθήκῃ τηρούμενον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 599, κτλ.· θ. χθονός, ἐπὶ τῶν ἀργυρείων μετάλλων τοῦ Λαυρείου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 238· θ. εὑρεῖν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 4· ἄνθρακες ὁ [[θησαυρός]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀποτυχίας, [[συχν]]. παρὰ Λουκ., ὡς π. χ. ἐν Ζεύξιδι 2· οὕτω, σποδὸς οἱ θ. γενήσονται Ἀλκίφρ. 2. 3, 13, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Bergler: ― μεταφ., θ. γλώσσης φειδωλῆς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 717· θ. ὕμνων Πίνδ. Π. 6. 8· κακῶν Εὐρ. Ἴων 923, πρβλ. Ἱππ. Νόμον 2· κόμας... ἱκτήριον θησ. Σοφ. Αἴ. 1175· Διὸς θ., ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Εὐρ. Ἱκέτ. 1010· οἰωνοῖς γλυκὺν θ., ἐπὶ νεκροῦ σώματος, Σοφ. Ἀντ. 30· [[οὕτως]] ἐπὶ συγγραμμάτων, θ., οὕς κατέλιπον ἐν βιβλίοις Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 14· σοφίας θ. Πλάτ. Φίληβ. 16 Ε· τιμῶν ὁ αὐτ. ἐν Μενεξ. 247Β· καλὸς θ. παρ’ ἀνδρὶ σπουδαίῳ [[χάρις]] Ἰσοκρ. 8Β. ΙΙ. [[ἀποθήκη]], [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπισωρεύει τις πράγματα, [[θησαυροφυλάκιον]], Ἡρόδ. 2. 150· τὸ [[θησαυροφυλάκιον]] ναοῦ, ὁ αὐτ. 1. 14, κτλ., πρβλ. Ξεν. 5. 3, 5, Στράβωνα 188, κτλ. 3) [[δοχεῖον]] πολυτίμων πραγμάτων, [[κίστη]], [[κιβώτιον]], [[θήκη]], Ἡρόδ. 7. 190, πρβλ. 9. 106· θ. βελέεσσιν, ἐπὶ φαρέτρας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 1022. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> dépôt :<br /><b>1</b> dépôt d’argent, trésor ; <i>◊ prov.</i> ἄνθρακες ὁ [[θησαυρός]] LUC des charbons pour tout trésor <i>pour marquer un désappointement</i> ; θησαυρὸς χθονός ESCHL le trésor enfoui dans la terre <i>en parl. des mines d’argent du Laurion</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> dépôt de choses précieuses, trésor;<br /><b>II.</b> lieu de dépôt :<br /><b>1</b> lieu où l’on dépose de l’argent <i>ou</i> des choses précieuses, trésor ; <i>particul.</i> trésor d’un temple;<br /><b>2</b> <i>poét.</i> carquois;<br /><b>3</b> prison souterraine, à Messène;<br /><b>III.</b> le Trésor personnifié.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser, place (cf. [[τίθημι]]), avec suff. -αυρος, cf. κένταυρος -- DELG terme techn. obscur, pê emprunté. | |||
}} | }} |