διαπορεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπορεύω''': [[φέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. συνήθ. ὡς παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ. διεπορεύθην· - [[διαβαίνω]], ἐς Εὔβοιαν Ἡρόδ. 4. 33· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, δ. τὰς ὁδοὺς Πλάτ. Νόμ. 845Α· βίον ὁ αὐτ. Φαίδωνι 85D· τὸ [[πνεῦμα]] δ. τοὺς μυκτῆρας Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 1, 21· δ. γραμμήν, διαπερῶ τὴν γραμμήν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 4. 2) διεξέρχομαί τι, [[ἐκτίθημι]] λεπτομερῶς, ὡς τὸ ἐξηγεῖσθαι, Πολύβ. 16. 26, 2.
|lstext='''διαπορεύω''': [[φέρω]] εἰς τὸ [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. συνήθ. ὡς παθ. [[μετὰ]] μέσ. μέλλ. καὶ παθ. ἀορ. διεπορεύθην· - [[διαβαίνω]], ἐς Εὔβοιαν Ἡρόδ. 4. 33· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου, δ. τὰς ὁδοὺς Πλάτ. Νόμ. 845Α· βίον ὁ αὐτ. Φαίδωνι 85D· τὸ [[πνεῦμα]] δ. τοὺς μυκτῆρας Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 1, 21· δ. γραμμήν, διαπερῶ τὴν γραμμήν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 4. 2) διεξέρχομαί τι, [[ἐκτίθημι]] λεπτομερῶς, ὡς τὸ ἐξηγεῖσθαι, Πολύβ. 16. 26, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. opt.</i><br />faire passer, transporter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαπορεύομαι passer à travers, traverser ; <i>fig.</i> δ. βίον PLAT traverser la vie.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πορεύω]].
}}
}}