ἐπανερωτάω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανερωτάω''': ἐπὶ προσώπων, ἐκ νέου ἐρωτῶ, «ξαναρωτῶ», Ἱππ. Προγν. 38· τινὰ Πλάτ. Κρατ. 413Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11: ‒ Παθ., Πλάτ. Κλειτοφ. 409D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐρωτῶ [[πάλιν]] [[περί]] τινος, ἢ οὐ δοκεῖ σοι δίκαιον [[εἶναι]] ἐπανερέσθαι; ὁ αὐτὸς ἐν Γοργ. 454Β· πρὸς τί σκοπούμενος αὐτὸ ἐπανερωτᾷς; ἐρωτᾷς περὶ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 645D· πρβλ. [[ἐπανείρομαι]].
|lstext='''ἐπανερωτάω''': ἐπὶ προσώπων, ἐκ νέου ἐρωτῶ, «ξαναρωτῶ», Ἱππ. Προγν. 38· τινὰ Πλάτ. Κρατ. 413Α, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11: ‒ Παθ., Πλάτ. Κλειτοφ. 409D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐρωτῶ [[πάλιν]] [[περί]] τινος, ἢ οὐ δοκεῖ σοι δίκαιον [[εἶναι]] ἐπανερέσθαι; ὁ αὐτὸς ἐν Γοργ. 454Β· πρὸς τί σκοπούμενος αὐτὸ ἐπανερωτᾷς; ἐρωτᾷς περὶ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 645D· πρβλ. [[ἐπανείρομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />demander de nouveau : [[τι]] qch ; τινα interroger qqn de nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνερωτάω]].
}}
}}